μειων

  • 51νεάζω — (Α νεάζω) 1. είμαι νέος 2. σκέπτομαι και ενεργώ σαν να είμαι νέος, παριστάνω τον νεαρό 3. φαίνομαι νεαρός, είμαι σφριγηλός σαν να είμαι νέος αρχ. 1. είμαι πιο νεαρός στην ηλικία σε σύγκριση με άλλο άτομο («ὁ μὲν νεάζων και χρόνῳ μείων γεγώς», Σοφ …

    Dictionary of Greek

  • 52πλείων — πλείον και πλέων, πλέον, ΝΜΑ / πλείων, πλεῑον, αιολ. και δωρ. τ. αρσ. πλήων, αττ. συνηρ. τ. ουδ. πλεῑν και κρητ. τ. πλίον και ιων. τ. πλεῡν και αρκαδ. τ. πλός, Α (ως συγκριτ. βαθμός τού επιθ. πολύς) 1. (σχετικά με ποσότητα, μέγεθος, έκταση και… …

    Dictionary of Greek

  • 53τεραμότης — ητος, ἡ, Α η ιδιότητα τού μαλακού, απαλότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τεράμων + κατάλ. ότης* (πρβλ. μείων: μειότης)] …

    Dictionary of Greek

  • 54υπομείων — εῑον, Α 1. κάπως μικρότερος ή λιγότερος 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ὑπομείονες·(στη Σπάρτη) α) πολίτες περιορισμένων πολιτικών δικαιωμάτων οι οποίοι είχαν βέβαια γεννηθεί από γονείς γνήσιους Σπαρτιάτες πολίτες, αλλά δεν είχαν λάβει την… …

    Dictionary of Greek

  • 55χειρώ — (I) άω, Α βλ. χειριῶ. (II) όω, Α 1. (ενεργ. και μέσ.) καταβάλλω, νικώ, υποτάσσω (α. «τοὺς τὸν ἐλέφαντα χειροῡντας», Αιλ. β. «ὡς ἐχειρώσαντο τοὺς ἐναντίους», Ηρόδ.) 2. μέσ. χειροῡμαι, όομαι α) αιχμαλωτίζω («οἱ δὲ ἱππεῑς ἔστιν ὅτε καὶ ληστὰς… …

    Dictionary of Greek

  • 56δριμειῶν — δρῑμειῶν , δριμύς piercing fem gen pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 57mei-5 mi-neu- —     mei 5 mi neu     English meaning: to lessen, small     Deutsche Übersetzung: “mindern”     Material: O.Ind. minü ti, minō ti “mindert, schädigt, hindert”, mī yatē, mīya tē “mindert sich”, participle perf. mīta ; manyu mī “den Groll mindernd …

    Proto-Indo-European etymological dictionary