μειων

  • 41μειονέκτης — μειονέκτης, ου, ὁ (Α) 1. αυτός ο οποίος έχει λιγότερο 2. συνεκδ. ο κατώτερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεῖον (βλ. λ. μείων) + εκτης (< ἔχω), πρβλ. πλεον έκτης] …

    Dictionary of Greek

  • 42μειονότητα — Οι ομάδες των πολιτών ενός κράτους που διαφέρουν ως προς την καταγωγή, τη γλώσσα ή τη θρησκεία από τις πολυαριθμότερες και ομοιογενείς ομάδες των άλλων πολιτών. Συνήθως, θεωρούνται ελάχιστα επωφελείς για τα κοινά πολιτικά συμφέροντα και… …

    Dictionary of Greek

  • 43μειόνως — (Α) επίρρ. βλ. μείων …

    Dictionary of Greek

  • 44μειότερος — μειότερος, έρα, ον, σπάν. τ. θηλ. και έρη (Α) βλ. μείων …

    Dictionary of Greek

  • 45μειότης — μειότης, ἡ (Α) 1. μείωση, ελάττωση 2. μειοψηφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μείων, κατά τα θηλ. σε ότης] …

    Dictionary of Greek

  • 46μειόφρων — μειόφρων, ονος, ὁ και ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἐλαφρός, καὶ ἐλάττων φρενῶν, παράμωρος». [ΕΤΥΜΟΛ. < μεῖον (βλ. λ. μείων) + φρων (< θ. φρεν , πρβλ. φρην, φρενός), πρβλ. μεγαλό φρων] …

    Dictionary of Greek

  • 47μειώνυμος — μειώνυμος, ον (Α) (για κλάσμα) αυτό που έχει μικρότερο παρονομαστή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεῖον (βλ. λ. μείων) + ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. τ. τού ὄνομα), πρβλ. ετερ ώνυμος. Το ω τού τ. οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει»] …

    Dictionary of Greek

  • 48μειώνω — (ΑM μειῶ, όω, Μ και μειώνω) [μείων] 1. κάνω κάτι μικρότερο, ελαττώνω, λιγοστεύω, μικραίνω (α. «θα μειωθεί η στρατιωτική θητεία» β. «τούτων ἐμείωσε τὸν ὁπλισμὸν οὐ μόνον τοῑς θώραξιν ἀλλὰ καὶ ταῑς περικνημῑσιν», Διον. Αλ. γ. «ὁ μὲν μεὶς ἀπὸ τοῡ… …

    Dictionary of Greek

  • 49μικρός — ή, ό (ΑΜ μικρός και σμικρός, όν, θηλ. μικρά και σμικρά Α και δωρ. και ιων. τ. μικκός, όν) 1. αυτός που έχει μικρές διαστάσεις, που είναι περιορισμένος ως προς το μήκος, το μέγεθος, τον όγκο ή την επιφάνεια (α. «μικρό χωράφι» β. «Τυδεύς τοι μικρὸς …

    Dictionary of Greek

  • 50μινύθω — (Α) (μόνο στον ενεστ. και στον ιων. πρτ. μινύθεσκον) 1. καθιστώ κάτι μικρότερο, περικόπτω («Ζεὺς δ ἀρετὴν ἄνδρεσσιν ὀφέλλει τε μινύθει τε», Ομ. Ιλ.) 2. ελαττώνω κατά τον αριθμό 3. γίνομαι μικρότερος, ελαττώνομαι («μινύθῃ δὲ τε ἔργον», Ησίοδ.) 4.… …

    Dictionary of Greek