μειων

  • 31Эманация (философия) — У этого термина существуют и другие значения, см. Эманация. Эманация (лат. emanatio истечение, распространение), понятие античной философии, онтологический вектор перехода от [семантически и аксиологически] высшей сферы Универсума к низшим,… …

    Википедия

  • 32Неоплатоник — Неоплатонизм идеалистическое направление античной философии III VI вв., соединяющее и систематизирующее элементы философии Платона, Аристотеля и восточных учений. Парадигма неоплатонизма сводится: к диалектике платоновской триады Единое Ум Душа;… …

    Википедия

  • 33Новоплатонизм — Неоплатонизм идеалистическое направление античной философии III VI вв., соединяющее и систематизирующее элементы философии Платона, Аристотеля и восточных учений. Парадигма неоплатонизма сводится: к диалектике платоновской триады Единое Ум Душа;… …

    Википедия

  • 34Miargyrite — Miargyrite[1] Catégorie II : sulfures et sulfosels[2] …

    Wikipédia en Français

  • 35ή — (I) και γη (AM ἤ, Μ και γή, Α επικ. τ. ἠέ) Ι. (διαζευκτικός σύνδεσμος) 1. συνδέει δύο ή περισσότερες λέξεις ή προτάσεις τών οποίων οι έννοιες αναιρούν η μία την άλλη (α. «εγώ ή εκείνος» β. «ἐγώ... ἤ ἄλλος Ἀχαιῶν», Ομ. Ιλ.) 2. επαναλαμβανόμενο ή …

    Dictionary of Greek

  • 36λίγος — και ολίγος, η, ο (AM ὀλίγος, η, ον, Α και ὀλίος, η, ον, Μ και λίγος, η, ον) 1. μικρός, περιορισμένος ως προς την ποσότητα, το μέγεθος, την έκταση ή την ένταση (α. «λίγος κόσμος» β. «λίγα χρήματα» γ. «λίγη ζέστη» δ. «μὴ... αἱ σφέτεραι δέκα νῆες… …

    Dictionary of Greek

  • 37μήον — και μέον, το (Α μῆον και μεῑον) βοτ. ποώδες αρωματικό φυτό τής οικογένειας τών σκιαδανθών. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πιθ. συνδέεται με τη ρίζα *mei τής λ. μείων ή, κατ άλλη άποψη, με ΙΕ ρίζα *mēi «μαλακός, χαριτωμένος, τρυφερός»] …

    Dictionary of Greek

  • 38μείστος — μεῑστος, η, ον (ΑM) 1. ελάχιστος 2. (το ουδ. ως επίρρ.) μεῑστον τουλάχιστον. [ΕΤΥΜΟΛ. Υπερθετικός βαθμός τού μείων (πρβλ. πλείστος)] …

    Dictionary of Greek

  • 39μειο(ν)- — (ΑM μειο[ν] ) βλ. μείων …

    Dictionary of Greek

  • 40μειοδότης — ο, θηλ. μειοδότις και μειοδότρια αυτός που μειοδοτεί, αυτός που προσφέρει μικρότερη τιμή σε δημοπρασία, προκειμένου να αναλάβει την εκτέλεση ενός έργου ή την προμήθεια ενός προϊόντος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεῖον (βλ. λ. μείων) + δότης (< δίδωμι), πρβλ …

    Dictionary of Greek