μειρακίζομαι
1μειρακίζω — (ΑM) [μείραξ] μσν. παριστάνω τον έφηβο αρχ. (το μέσ.) μειρακίζομαι (για νέο) μεταβαίνω από την παιδική ηλικία στην ηλικία τών μειρακίων, γίνομαι μειράκιο, γίνομαι έφηβος …
2μειρακιούμαι — μειρακιοῡμαι, όομαι (Α) [μειράκιον] μειρακίζομαι* …