1μειουρία — μειουρία, ἡ (Α) [μείουρος] (σχετικά με εξάμετρο) το αποτέλεσμα τού μειουρίζω*, αλλ. μυουρία …
Dictionary of Greek
2μυουρία — μυουρία, ἡ (Α) [μύουρος] η μειουρία* …