μειλίχιος
1Μειλίχιος — gentle masc/fem nom sg …
2μειλίχιος — gentle masc nom sg …
3μειλίχιος — Προσωνυμία του Δία στη Σικυώνα, στο Άργος, στον Πειραιά και κυρίως στην Αθήνα. Σύμφωνα με τον Παυσανία, υπήρχε ναός του Μειλιχίου Διός κοντά στον Κηφισό· εκεί, ο Θησέας υποβλήθηκε σε κάθαρση όταν επέστρεψε στην πόλη μετά τους φόνους των ληστών… …
4μειλίχιος — α, ο ήπιος, γλυκός, πράος, γαλήνιος: Με κοίταξε με μειλίχια έκφραση …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5μειλιχίων — μειλίχιος gentle fem gen pl μειλίχιος gentle masc/neut gen pl …
6Μειλιχίως — Μειλίχιος gentle adverbial Μειλίχιος gentle masc/fem acc pl (doric) …
7μειλιχίως — μειλίχιος gentle adverbial μειλίχιος gentle masc acc pl (doric) …
8Μειλίχιον — Μειλίχιος gentle masc/fem acc sg Μειλίχιος gentle neut nom/voc/acc sg …
9μειλίχιον — μειλίχιος gentle masc acc sg μειλίχιος gentle neut nom/voc/acc sg …
10МЕЙЛИХИЙ — • Μειλίχιος, миролюбивый, милостивый, 1. прозвание Зевса искупителя, родственного с подземным Зевсом (χθόνιος) или Гадесом. В Афинах приносили ему в жертву свиней, которых совсем сжигали, как это делалось и при служении… …