μειλίχιος
71Οσίου Λουκά, μονή — Μοναστήρι στους δυτικούς πρόποδες του Ελικώνα, μεταξύ Βοιωτίας και Φωκίδας. Κατά τη βυζαντινή και τη μεταβυζαντινή περίοδο αποτελούσε περίφημο πνευματικό και μοναστικό κέντρο της Ελλάδας. Ιδρύθηκε από τον Όσιο Λουκά τον Στειριώτη (Καστρί,… …
72Πειραιάς — Πόλη της Αττικής, το μεγαλύτερο λιμάνι της Ελλάδας, επίνειο των Αθηνών, από τα σημαντικότερα εμπορικά και βιομηχανικά κέντρα της χώρας και πρωτεύουσα της ομώνυμης νομαρχίας της περιφέρειας Αττικής. Ο δήμος Π. και οι δήμοι Αγίου Ιωάννη Ρέντη,… …
73Ρακτιβάν — Επώνυμο 2 Ελλήνων επιστημόνων και κοινωνικών παραγόντων. 1. Κωνσταντίνος (Μάντσεστερ, Μεγάλη Βρετανία 1865 – Αθήνα 1935). Έλληνας νομομαθής. Η οικογένειά του που καταγόταν από τη Βέροια και ζούσε στην Κωνσταντινούπολη· εγκαταστάθηκε στην Αθήνα το …
74γλυκός, -ιά, -ό — 1. αυτός που έχει γεύση όμοια με της ζάχαρης: Τα σταφύλια ήταν γλυκά. 2. μτφ., ευχάριστος, τερπνός: Με πλάνεψε με τα γλυκά φιλιά της. 3. (για πρόσωπα), μειλίχιος, γαλήνιος, πράος: Γνώρισα μια γλυκιά κοπέλα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
75μειλιχίαν — μειλιχίᾱν , μειλίχιος gentle fem acc sg (attic doric aeolic) μειλιχίᾱν , μειλιχία gentleness fem acc sg (attic doric aeolic) …
76Μειλιχίοισ' — Μειλιχίοισι , Μειλίχιος gentle masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …
77μειλιχίοισ' — μειλιχίοισι , μειλίχιος gentle masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …
78μειλιχίᾳ — μειλιχίᾱͅ , μειλίχιος gentle fem dat sg (attic doric aeolic) μειλιχίαι , μειλιχία gentleness fem nom/voc pl μειλιχίᾱͅ , μειλιχία gentleness fem dat sg (attic doric aeolic) …