μειλίχιος
61μειλιχιότητα — η [μειλίχιος] 1. η ιδιότητα τού μειλίχιου, πραότητα, ηπιότητα, γλυκύτητα 2. συνεκδ. ευπροσηγορία, καταδεκτικότητα, προσήνεια …
62μελίχιος — μελίχιος, ον (Α) βλ. μειλίχιος …
63οψεκουέντα — ὀψεκουέντα, ἡ (Α) (για την τύχη) πειθήνιος, μειλίχιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. obsequens, entis «πειθήνιος»] …
64πέπειρος — α, ον, Α 1. (για καρπούς) ώριμος, γινωμένος 2. το θηλ. πεπείρα α) ηλικιωμένη β) αυτή που είναι σε ηλικία γάμου 3. μτφ. α) (για πρόσ.) ήπιος, μειλίχιος β) (για ασθένεια) αυτή που έχει φτάσει στο πιο κρίσιμο σημείο της 4. φρ. «πεπειρότερον πτύελον» …
65παμμείλιχος — παμμείλιχος, ον (Α) ο πάρα πολύ μειλίχιος, πραότατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + μείλιχος] …
66προβατάκι — το, Ν [πρόβατο] (ως υποκορ.) μικρό πρόβατο, αρνάκι («κι άλογα δεν ήβρανε, προβατάκια πήρανε», δημ. τραγούδι) 2. μτφ. (για πρόσ.) άνθρωπος ήπιος, μειλίχιος, άκακος, αφελής 3. στον πληθ. τα προβατάκια μτφ. οι λευκοί αφροί που σχηματίζονται κατά… …
67προβατόσχημος — ον, ΜΑ αυτός που έχει σχήμα, μορφή ή, γενικά, παρουσιαστικό προβάτου μσν. μτφ. αυτός που είναι ήσυχος, πράος, μειλίχιος σαν πρόβατο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόβατον + σχημος (< σχῆμα), πρβλ. δελφινό σχημος] …
68πρόβατο — Αρτιοδάκτυλο μηρυκαστικό του γένους Όβις. Όπως συνέβη και με τη γίδα, το π. έγινε κατοικίδιο, τουλάχιστον στην Ασία, από τους προϊστορικούς χρόνους. Αν και δεν είναι γνωστό από ποια άγρια είδη προήλθαν οι διάφορες φυλές των π. που εκτρέφονται… …
69τρυφερός — ή, ό / τρυφερός, ά, όν, ΝΜΑ απαλός, μαλακός (α. «το τρυφερό κλωνάρι μόνο να χω», Σολωμ. β. «φιλομηλίτσας τρυφεράς», Πρόδρ. γ. «ταῑς τρυφεραῑς ἡμᾱς χερσὶν ὑπεξέβαλεν», Ανθ. Παλ.) 2. μτφ. α) αβρός, μειλίχιος, στοργικός (α. «έχει τρυφερά αισθήματα»… …
70Κοσμάς ο Αιτωλός — (Μεγάλο Δένδρο Αιτωλίας 1714 – Καλικόντασι Βορείου Ηπείρου 1779). Λαϊκός ιεροκήρυκας και νεομάρτυρας. Έλαβε μέτρια μόρφωση σε σχολεία της επαρχίας του και διορίστηκε δάσκαλος στη Λομποτινά της Ναυπακτίας. Αργότερα μετέβη στο Άγιον Όρος, μόνασε… …