μειλιχίη
1μειλιχίη — μειλίχιος gentle fem nom/voc sg (epic ionic) μειλιχία gentleness fem nom/voc sg (epic ionic) …
2μειλιχίῃ — μειλίχιος gentle fem dat sg (epic ionic) μειλιχία gentleness fem dat sg (epic ionic) …
3μειλιχία — και ιων. τ. μειλιχίη, ἡ (Α) 1. πραότητα, ημερότητα, ηπιότητα 2. ευμένεια, φιλοφροσύνη, ευγένεια 3. (κατά τον Ησύχ.) «ἱκετεία». [ΕΤΥΜΟΛ. < μείλιχος «πράος, γλυκός» + κατάλ. ία] …