μειδ-ιάω

  • 1-ίαση — (ΑΜ ίασις) κατάλ. πολλών θηλ. ουσ. τής Ελληνικής που αποτελεί επηυξημένη μορφή τής κατάλ. σιc και προήλθε με απόσπαση τού ια τών ρ. σε ιάω, ιώ πρβλ. βουλιμ ία σις < βουλιμ ιά ω, ιώ, δειλ ία σις < δειλ ιά ω, ιώ, μειδ ία σις < μειδ ιά ω,… …

    Dictionary of Greek

  • 2φωριώ — άω, Α (κατά τον Ησύχ.) αναζητώ κλοπιμαία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φώρ «κλέφτης» + κατάλ. ιῶ / ιάω (πρβλ. μειδ ιῶ)] …

    Dictionary of Greek