μειδιόων

  • 1μειδιόων — μειδιάω smile pres part act masc voc sg (epic) μειδιάω smile pres part act neut nom/voc/acc sg (epic) μειδιάω smile pres part act masc nom sg (epic) μειδιάω smile imperf ind act 3rd pl (epic) μειδιάω smile imperf ind act 1st sg (epic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2γλαυκιώ — γλαυκιῶ ( άω) (μτχ. ενεστ. γλαυκιόων) (Α) 1. ρίχνω άγρια βλέμματα, «ασπρίζει το μάτι μου από θυμό» («γλαυκιόων δ ἰθὺς φέρεται μένει» ο λέων Όμ.) 2. αστράφτουν τα μάτια μου («γλαυκιὸων το βλέμμα και ἐπέραστον προσβλέπων») 3. (για άψυχα) λάμπω… …

    Dictionary of Greek