-
1 μεθώ
[мэто] р. (μτβ.) опьянять,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μεθώ
-
2 пьянеть
-ею, -еешьρ.δ. μεθώ•он пьт, а не -еет αυτός πίνει, όμως δε μεθά..
μτφ. κατέχομαι από πάθος•она -еет от любви αυτή μεθά από αγάπη•
пьянеть от музыки μεθώ από τη μουσική•
пьянеть от радости μεθώ από χαρά.
-
3 пьянеть
пьянетьнесов μεθώ (άμετ.), μεθύσκω (άμετ.):\пьянеть от радости μεθώ ἀπό τή χαρά μου. -
4 накатить
I.-качу, -катишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. накаченный, βρ: -чен, -а, -оρ.σ.1. κυλώ κάτι (πάνω σε επιφάνεια).2. βλ. накатиться (1, 2 σημ.).3. έρχομαι, καταφθάνω•-ло много гостей ήρθαν πολλοί φιλοξενούμενοι.
4. μτφ. κυριεύομαι, κατέχομαι, καταλαμβάνομαι (για αισθήματα κ.τ.τ.).5. προσκρούω•он -ил на столб έπεσε πάνω στο στύλο.
1. σπάζω, χτυπώ πάνω•волна -лась на берег το κύμα έσπασε πάνω στην ακτή.
2. μτφ. (επι)πίπτω, επέρχομαι, εμφανίζομαι απροσδόκητα.3. βλ. ενεργ. φ. (4 σημ.).II.-качу, -катишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. накаченный, βρ: -чен, -а, -оρ.σ.μ. παλ.μεθώ κάποιον.μεθώ (ο ίδιος). -
5 опить
обопью, обопьшь, παρλθ. χρ. опил-ла, -ло, προστκ. опиρ.σ. παραπίνω, μεθώ, τα σπάζω από τη μέθη.παραπινω, μεθώ. -
6 перепоить
-пою, -поишь, προστκ. перепои, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перепоенный, βρ: -поен, -а, -оρ.σ.μ.1. παραποτίζω•перепоить лошадь παραποτίζω το άλογο.
2. μτφ. μεθώ κάποιον.3. δίνω να πιουν, ποτίζω (όλους, πολλούς)•она -ла всех чаем αυτή τους πότισε όλους τσάι.
|| μεθώ (όλους, πολλούς). -
7 упоить
упою, упоишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. упонный, βρ: упон, упоена, упоено ρ.σ.μ.1. (απλ.)• ποτίζω (με οινοπνευματώδη ποτά), μεθώ.2. (γραπ. λόγος) ευφραίνω, αγαλλιάζω• ενθουσιάζω•упоить успехом μεθώ από την επιτυχία.
-
8 допьяна
допьянанареч:напиться \допьяна μεθώ, γίνομαι στουπί στό μεθύσι, γίνομαι τύφλα στό μεθύσι. -
9 загулить
загули́тьсов разг τό ρίχνω στό γλέντι, γλεντώ, γλεντοκοπώ / μεθοκοπώ, μεθώ (запить). -
10 захмелеть
захмелетьсов разг μεθώ. -
11 накачать
накачатьсов, накачивать несов ἀντλώ, τρουμπάρω/ φουσκώνω (воздухом, газом):\накачать ши́ну φουσκώνω τό λάστιχο, φουσκώνω τή σαμπρέλλα \накачаться (напиваться) разг παραπίνω, μεθώ. -
12 одурманивать
одурманиватьнесов, одурманить сов ἀποχαυνώνω, (άπο)ναρκώνω / μεθώ (μεζ.) (опьянять). -
13 опьянить
опьян||и́тьсов, опьян||я́ть несов μεθῶ 0"ετ.), μεθύσκω. -
14 перепиться
перепитьсясов разг παραπίνω, μεθῶ, μεθοκοπώ. -
15 подпаивать
подпаиватьнесов μεθώ κάποιον, ποτίζω κάποιον. -
16 пьянить
пьяни||тьнесов μεθώ, ζαλίζω κάποιον:вино его́ \пьянитьт τό κρασί τόν μεθάει, τό κρασί τόν ζαλίζει. -
17 пьянствовать
пьян||ствоватьнесов μεθοκοπώ, μεθώ. -
18 упиваться
упиватьсянесов1. (напиться) разг πίνω πολύ, μεθώ/2. (наслаждаться) ἀπολαμβάνω, εὐχαριστιέμαι, τέρπομαι. -
19 хмелеть
хмелетьнесов ζαλίζομαι, μεθώ. -
20 пьянеть
[π'γιανιέτ"] ρ. μεθώ
См. также в других словарях:
μεθώ — ( άω), μέθυσα, μεθυσμένος 1. μτβ., κάνω κάποιον να μεθύσει, να ζαλιστεί από κατανάλωση οινοπνευματώδους ποτού: Με μέθυσαν οι φίλοι μου. 2. μτφ., προκαλώ αισθήματα ευχαρίστησης: Τους μέθυσε το άρωμα των λουλουδιών. 3. αμτβ., βρίσκομαι σε κατάσταση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεθώ — (Μ μεθώ, άω) 1. κάνω κάποιον να μεθύσει, μεθύσκω («τόν μέθυσαν και μετά τόν έκλεψαν») 2. μτφ. α) προκαλώ σε κάποιον ηδονικό συναίσθημα β) σκοτίζω τον νου, ζαλίζω γ) προκαλώ σε κάποιον ψυχική έξαρση ή ενθουσιασμό 3. βρίσκομαι σε κατάσταση μέθης,… … Dictionary of Greek
μεθώ — μεθάω / μεθώ, μέθυσα, μεθυσμένος βλ. πίν. 177 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μεθῶ — μεθίημι set loose aor subj act 1st sg μεθίημι set loose aor subj act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλαφρομεθώ — μεθώ λίγο, είμαι μισομεθυσμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλαφρο * + μεθώ] … Dictionary of Greek
μεθάω — μεθώ ( άω), μέθυσα, μεθυσμένος 1. μτβ., κάνω κάποιον να μεθύσει, να ζαλιστεί από κατανάλωση οινοπνευματώδους ποτού: Με μέθυσαν οι φίλοι μου. 2. μτφ., προκαλώ αισθήματα ευχαρίστησης: Τους μέθυσε το άρωμα των λουλουδιών. 3. αμτβ., βρίσκομαι σε… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γλυκομεθώ — ( άω) 1. μεθώ κάποιον ελαφρά και σιγά σιγά 2. μεθώ σιγά σιγά 3. (για μουσικό όργανο) φέρνω κάποιον σε γλυκιά μέθη, μαγεύω απαλά … Dictionary of Greek
θωρήσσω — (Α) [θώραξ] 1. οπλίζω με θώρακα 2. οπλίζω για μάχη, ετοιμάζω για μάχη, για πόλεμο 3. μεθώ κάποιον («οἷνος... εὖτ ἂν θωρήξας, μ ἄνδρα πρὸς ἐχθρὸν ἄγη», Θέογν.) 4. μέσ. θωρήσσομαι σταματώ τη δίψα κάποιου, ευφραίνω με ποτό («ποτῷ φρένα θωρηχθέντες» … Dictionary of Greek
κωθωνίζω — (Α) [κώθων] 1. κάνω κάποιον να μεθύσει, μεθώ κάποιον 2. μέσ. κωθωνίζομαι πίνω πολύ, μεθώ («ὁ δὲ βασιλεὺς καὶ Ἀμὰν έκωθωνίζοντο», ΠΔ) … Dictionary of Greek
μεθύσκω — (ΑM μεθύσκω) 1. επιφέρω μέθη ή κάνω κάποιον να περιέλθει σε κατάσταση μέθης, μεθώ κάποιον, ζαλίζω 2. μτφ. προκαλώ πνευματική σύγχυση ή παραζάλη β) μεταδίδω ηδονικό συναίσθημα το οποίο προκαλεί διατάραξη τού λογικού, παραλύω κάποιον με ερωτική… … Dictionary of Greek
οινώ — οἰνῶ, όω (Α) [οίνος] 1. φέρνω κάποιον σε κατάσταση μέθης, μεθώ κάποιον 2. παθ. οἰνοῡμαι, όομαι α) μεθώ («μήπως οἰνωθέντες ἔριν στήσαντες ἐν ὑμῑν ἀλλήλους τρώσητε», Ομ. Οδ.) β) (για νερό) μεταβάλλομαι σε κρασί γ) πίνω κρασί σε μέτρια ποσότητα,… … Dictionary of Greek