μεθώ
41συμμεθύσκομαι — Α συμμεθύω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + μεθύσκομαι «μεθώ» (< μέθυ «κρασί»)] …
42συμμεθύω — Α μεθώ μαζί με άλλον ή άλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + μεθύω «είμαι μεθυσμένος» (< μέθυ «κρασί»)] …
43τσούζω — Ν 1. προκαλώ καυστικό πόνο («μέ έτσουξε το φάρμακο») 2. μτφ. πληγώνω κάποιον ηθικά, τόν θίγω («τόν έτσουξαν οι βρισιές του») 3. (αμτβ.) είμαι δριμύς, τσουχτερός (α. «τσούζει η γλώσσα μου») 4. φρ. «τό [ή τα] τσούζω» πίνω, μεθώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ.… …
44υπερμεθύσκομαι — Α είμαι υπερβολικά μεθυσμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + μεθύσκω «επιφέρω μέθη, μεθώ, ζαλίζω»] …
45υποκωθωνίζομαι — Α (αποθ.) μεθοκοπώ, μπεκρουλιάζω, σβανάρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + κωθωνίζομαι «πίνω πολύ, μεθώ»] …
46φτ(ε)ιάχνω — φτιάχνω, ΝΜ, και φτ(ε)ιάνω και φκιά(χ)νω και φχιάνω και φιάχνω Ν κατασκευάζω, παρασκευάζω, δημιουργώ (α. «φτειάχνω σπίτι» β. «φτειάξε μου έναν καφέ» γ. «ἄπελθε φτιάσε τὸ θερμόν, δὸς νῆμα τοῖς πατράσιν», Πρόδρ.) νεοελλ. 1. τακτοποιώ, σιάζω,… …
47χασισώνω — Ν [χασίς] 1. δίνω σε κάποιον να καπνίσει χασίσι 2. (το μέσ. και παθ.) χασισώνομαι καπνίζω χασίσι και μεθώ από αυτό, μαστούρώνω 3. (η μτχ. ενεστ. ως επίθ.) χασισωμένος, η, ο μεθυσμένος από χασίσι, μαστούρης …
48μεθάω — / μεθώ, μέθυσα, μεθυσμένος βλ. πίν. 177 …
49μουστώνω — μούστωσα, μουστωμένος 1. ζαλίζομαι από τις αναθυμιάσεις του μούστου: Μούστωσε πατώντας τα σταφύλια. 2. μτφ., ναρκώνομαι επειδή κοιμήθηκα αρκετά, ζαλίζομαι, μεθώ: Περπατούσε μουστωμένος και σκόνταψε σ’ ένα χαντάκι …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
50μπεκρουλιάζω — μπεκρούλιασα, μεθώ, μεθοκοπώ: Μπεκρουλιάζει κάθεμέρα στα μπαρ …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)