μεθώ

  • 1μεθώ — ( άω), μέθυσα, μεθυσμένος 1. μτβ., κάνω κάποιον να μεθύσει, να ζαλιστεί από κατανάλωση οινοπνευματώδους ποτού: Με μέθυσαν οι φίλοι μου. 2. μτφ., προκαλώ αισθήματα ευχαρίστησης: Τους μέθυσε το άρωμα των λουλουδιών. 3. αμτβ., βρίσκομαι σε κατάσταση …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 2μεθώ — (Μ μεθώ, άω) 1. κάνω κάποιον να μεθύσει, μεθύσκω («τόν μέθυσαν και μετά τόν έκλεψαν») 2. μτφ. α) προκαλώ σε κάποιον ηδονικό συναίσθημα β) σκοτίζω τον νου, ζαλίζω γ) προκαλώ σε κάποιον ψυχική έξαρση ή ενθουσιασμό 3. βρίσκομαι σε κατάσταση μέθης,… …

    Dictionary of Greek

  • 3μεθώ — μεθάω / μεθώ, μέθυσα, μεθυσμένος βλ. πίν. 177 …

    Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • 4μεθῶ — μεθίημι set loose aor subj act 1st sg μεθίημι set loose aor subj act 1st sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 5αλαφρομεθώ — μεθώ λίγο, είμαι μισομεθυσμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλαφρο * + μεθώ] …

    Dictionary of Greek

  • 6μεθάω — μεθώ ( άω), μέθυσα, μεθυσμένος 1. μτβ., κάνω κάποιον να μεθύσει, να ζαλιστεί από κατανάλωση οινοπνευματώδους ποτού: Με μέθυσαν οι φίλοι μου. 2. μτφ., προκαλώ αισθήματα ευχαρίστησης: Τους μέθυσε το άρωμα των λουλουδιών. 3. αμτβ., βρίσκομαι σε… …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 7γλυκομεθώ — ( άω) 1. μεθώ κάποιον ελαφρά και σιγά σιγά 2. μεθώ σιγά σιγά 3. (για μουσικό όργανο) φέρνω κάποιον σε γλυκιά μέθη, μαγεύω απαλά …

    Dictionary of Greek

  • 8θωρήσσω — (Α) [θώραξ] 1. οπλίζω με θώρακα 2. οπλίζω για μάχη, ετοιμάζω για μάχη, για πόλεμο 3. μεθώ κάποιον («οἷνος... εὖτ ἂν θωρήξας, μ ἄνδρα πρὸς ἐχθρὸν ἄγη», Θέογν.) 4. μέσ. θωρήσσομαι σταματώ τη δίψα κάποιου, ευφραίνω με ποτό («ποτῷ φρένα θωρηχθέντες» …

    Dictionary of Greek

  • 9κωθωνίζω — (Α) [κώθων] 1. κάνω κάποιον να μεθύσει, μεθώ κάποιον 2. μέσ. κωθωνίζομαι πίνω πολύ, μεθώ («ὁ δὲ βασιλεὺς καὶ Ἀμὰν έκωθωνίζοντο», ΠΔ) …

    Dictionary of Greek

  • 10μεθύσκω — (ΑM μεθύσκω) 1. επιφέρω μέθη ή κάνω κάποιον να περιέλθει σε κατάσταση μέθης, μεθώ κάποιον, ζαλίζω 2. μτφ. προκαλώ πνευματική σύγχυση ή παραζάλη β) μεταδίδω ηδονικό συναίσθημα το οποίο προκαλεί διατάραξη τού λογικού, παραλύω κάποιον με ερωτική… …

    Dictionary of Greek