μεθώ
21ακροθώραξ — ἀκροθώραξ ( ακος) και ἀκροθώρηξ, ο, η (Α) αυτός που βρίσκεται σε μέτρια κατάσταση μέθης, ο ελαφρά μεθυσμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (ΙΙ) + θώραξ < θωρήσσω «μεθώ»] …
22διοινούμαι — διοινοῡμαι ( έομαι) (Α) [οινούμαι] μεθώ …
23εκροφώ — ἐκροφῶ ( έω) (AM) ρουφώ εντελώς, καταπίνω αρχ. 1. μεθώ, πίνω πολύ 2. ήσυχα, άνετα τρώω ένα αγαθό, τό ξεκοκαλίζω, τό ροκανίζω …
24εμμεθύσκομαι — ἐμμεθύσκομαι (Α) μεθώ …
25θήγω — και θάγω (Α) 1. οξύνω, ακονίζω 2. μτφ. παροτρύνω, ενθαρρύνω, εγκαρδιώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ ρ. dhāgu «οξύς» και συνδέεται με το αρμ. daku «πέλεκυς». Η ύπαρξη τ. με ω (λ.χ. η γλώσσα τού Ησυχίου τεθωγμένοι μεθυσμένοι) αποτελούν ένδειξη σπάνιας …
26θύω — (I) (ΑΜ θύω) προσφέρω θυσία, θυσιάζω νεοελλ. μτφ. 1. καταστρέφω, αφανίζω, εξοντώνω 2. φρ. α) «θύω στον Βάκχο» μεθώ, πίνω υπερβολικά β) «θύω στην Αφροδίτη» παραδίδομαι σε σαρκικές απολαύσεις γ) «θύω και απολλύω» i. κάνω μεγάλες καταστροφές ii.… …
27κατοινούμαι — κατοινοῡμαι, όομαι (Α) είμαι μεθυσμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + οἰνοῦμαι «μεθώ» (< οἶνος)] …
28κεφάλι — Ονομασία δύο οικισμών της Κρήτης. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 300 μ., 83 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μυλοποτάμου του νομού Ρεθύμνης. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κουλούκωνα. 2. Ημιορεινός οικισμός… …
29κουρούνα — Κοινή ονομασία ορισμένων στρουθιομόρφων πτηνών της οικογένειας των κορακοειδών. Οι κ. είναι συγγενικά είδη με τα κοράκια, με τα οποία ανήκουν στο ίδιο γένος. Κοινό είδος, το οποίο συναντάται στις παρυφές των δασών και κοντά σε λίμνες και έλη… …
30κρασομεθώ — άω μεθώ με κρασί …