μεθόριος
1μεθόριος — lying between as a boundary masc nom sg …
2μεθόριος — α, ο, θηλ. και ος (ΑM μεθόριος, ον, Α θηλ. και ία) 1. αυτός που βρίσκεται μεταξύ δύο ορίων, αυτός που αποτελεί το όριο, το σύνορο δύο χωρών ή επικρατειών (α. «ἡ δὲ Θυρεᾱτις γῆ μεθορία τῆς Ἀργείας καὶ Λακωνικῆς ἐστιν», Θουκ. β. «μεθόριος γραμμή»)… …
3μεθόριος — α, ο εκείνος που βρίσκεται στα σύνορα, ο συνοριακός. η ίου, τα όρια δύο κρατών, τα σύνορα: Η μεθόριος χωρίζει τα δύο κράτη …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4μεθορίων — μεθόριος lying between as a boundary fem gen pl μεθόριος lying between as a boundary masc/neut gen pl …
5μεθόριον — μεθόριος lying between as a boundary masc acc sg μεθόριος lying between as a boundary neut nom/voc/acc sg …
6μεθορίαις — μεθόριος lying between as a boundary fem dat pl …
7μεθορίοις — μεθόριος lying between as a boundary masc/neut dat pl …
8μεθορίου — μεθόριος lying between as a boundary masc/neut gen sg …
9μεθορίους — μεθόριος lying between as a boundary masc acc pl …
10μεθορίῳ — μεθόριος lying between as a boundary masc/neut dat sg …