μεθυμναῖος
1μεθυμναίος — μεθυμναῑος, ὁ (Α) προσωνυμία τού θεού Διονύσου. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για παραφθορά τής λ. Μηθυμναῖος υπό την επίδραση τής λ. μέθυ (πρβλ. «Μηθυμναῖος Διόνυσος», γλώσσα που παραδίδει ο Ησύχιος] …
2μεθυμναῖος — wine god masc nom sg …
3μεθυμναῖον — μεθυμναῖος wine god masc acc sg …
4μεθυμναίοιο — μεθυμναῖος wine god masc gen sg (epic) …
5μεθυμναίου — μεθυμναῖος wine god masc gen sg …
6μεθυμναίων — μεθυμναῖος wine god masc gen pl …