μεγᾰρα

  • 51Γουέστμινστερ — (Westminster). Περιοχή του Λονδίνου. Ορίζεται ανατολικά από το κέντρο του Λονδίνου, δυτικά από τις συνοικίες Τσέλσι και Κένσινγκτον και νότια από τον ποταμό Τάμεση. Είναι το πλουσιότερο και το μεγαλοπρεπέστερο κέντρο του Λονδίνου, στο οποίο… …

    Dictionary of Greek

  • 52Ελλάδα - Τέχνη (Σύγχρονη) — Η ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ 19ου & ΤΟΥ 20ού αι. Εξετάζοντας την ελληνική εικαστική δημιουργία σήμερα, μπορούμε να καταλήξουμε στις εξής παραδοχές: α) παρουσιάζει έργα με μεγάλο… …

    Dictionary of Greek

  • 53Επίχαρμος — (Κως ή Υβλαία Μέγαρα ή Συρακούσες 550/540 π.Χ. – Συρακούσες 460; π.Χ.). Κωμωδιογράφος. Έζησε κυρίως στα Μέγαρα της Σικελίας, στην αυλή των τυράννων Γέλωνα και Ιέρωνα. Έγραψε, κατά Σούδα, 52 δράματα που αποτέλεσαν 10 βιβλία. Θεωρείται ο κορυφαίος… …

    Dictionary of Greek

  • 54Θ, θ — Το όγδοο γράμμα του ελληνικού αλφάβητου. Προέρχεται από το σημιτικό teth (= σπείρα, φίδι) που παριστανόταν  και δήλωνε ένα εμφαντικό τ. Το χρησιμοποίησαν οι Έλληνες για να αποδώσουν τον στιγμιαίο οδοντικό φθόγγο th, που διέφερε από το σημερινό θ …

    Dictionary of Greek

  • 55Θέογνις — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ελεγειακός ποιητής (Μέγαρα 590; – Θήβα 520 π.Χ.). Καταγόταν από αριστοκρατική γενιά και ο ίδιος, ως περιφρονητής του δήμου, εξορίστηκε και έχασε την περιουσία του με την επικράτηση των δημοκρατικών. Από τότε έζησε… …

    Dictionary of Greek

  • 56κλίμακα ή σκάλα — Αρχιτεκτονικό στοιχείο σύνδεσης και επικοινωνίας των ορόφων ενός κτιρίου και γενικότερα επιπέδων διαφορετικού ύψους. Η σύνδεση των ορόφων πραγματοποιείται, συνήθως, στο εσωτερικό των κτιρίων. Ωστόσο, για λόγους αρχιτεκτονικής σκοπιμότητας ή… …

    Dictionary of Greek

  • 57Κύλων — I (7ος αι. π.Χ.). Αθηναίος ευπατρίδης. Ήταν γαμπρός του τυράννου των Μεγάρων, Θεαγένη, και Ολυμπιονίκης του δίαυλου κατά το 640 π.Χ. Το 612 ή το 610 π.Χ. προσπάθησε να σφετεριστεί την εξουσία της Αθήνας και επιτέθηκε στην πόλη με μισθοφορικές… …

    Dictionary of Greek

  • 58Παλάντιο, Αντρέα ντι Πιέτρο — (Andrea di Pietro, detto Il Palladio, Πάντοβα 1508 – Bιτσέντσα 1580). Αρχιτέκτονας και θεωρητικός της ιταλικής Αναγέννησης. Το 1533 ο κόμης του Τρισίνο, ενθουσιώδης οπαδός του Βιτρουβίου, αποφασίζει να επισκευάσει το μέγαρο Κρίκολι· ανάμεσα στους …

    Dictionary of Greek

  • 59Πηγαί — I Ιαματικές πηγές της αρχαιότητας. Βρίσκονταν στην Ανατολική Θράκη, κοντά στον Εύξεινο Πόντο και σε απόσταση δύο ωρών από την Απολλωνία. Από κει πέρασε το 515 π.Χ. ο Δαρείος και έμεινε τρεις μέρες. Πριν φύγει έστησε μια αναθηματική στήλη. Τη… …

    Dictionary of Greek

  • 60Σικελία — (Sicilia). Νησί της Ιταλίας, το μεγαλύτερο (25 708 τ. χλμ.) της Μεσογείου, το οποίο χωρίζεται από την ηπειρωτική Ιταλία με το στενό (3 χλμ.) της Μεσσήνης. Έχει πληθυσμό 5 196 724 κατ., πρωτεύουσα το Παλέρμο και διοικητικά αποτελεί, μαζί με τα… …

    Dictionary of Greek