μεγᾰρα

  • 41μέγαρο — Τύπος κατοικίας της αρχαιότητας με ορθογώνια ως επί το πλείστον κάτοψη, που χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα στην Ελλάδα, στη Μικρά Ασία κ.α. Η λέξη είναι ομηρική, αν και μεγαροειδείς κατοικίες υπάρχουν ήδη από την 3η χιλιετία π.Χ. στη Θεσσαλία (Σέσκλο,… …

    Dictionary of Greek

  • 42μαγαρίζω — (Μ μαγαρίζω) 1. ρυπαίνω, λερώνω, βρομίζω 2. μιαίνω, μολύνω 3. (για χώρους και αντικείμενα λατρείας) βεβηλώνω 4. ασελγώ παρά φύση, βιάζω 5. ντροπιάζω 6. αλλαξοπιστώ 7. αμαρτάνω 8. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) μαγαρισμένος, η, ο(ν) α) μιαρός,… …

    Dictionary of Greek

  • 43μεγαρίζω — (Α) [Μέγαρα] 1. συμπεριφέρομαι ή σκέπτομαι όπως οι Μεγαρίτες, μιμούμαι τους Μεγαρίτες 2. μιλώ τη μεγαρική διάλεκτο 3. είμαι οπαδός τού Μεγαρικού φιλοσόφου Στίλπωνος 4. επισκέπτομαι τα μέγαρα, δηλ. τα υπόγεια ιερά σπήλαια τής Δήμητρος και τής… …

    Dictionary of Greek

  • 44μεγαρίτικος — η, ο [Μεγαρίτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα Μέγαρα ή στους Μεγαρίτες ή προέρχεται από τα Μέγαρα, μεγαρικός …

    Dictionary of Greek

  • 45μεγαροί — μεγαροῑ (Α) επίρρ. στα Μέγαρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Μέγαρα + κατάλ. οι, αρχ. τοπική (πρβλ. οἴκοι)] …

    Dictionary of Greek

  • 46σπίτι — Το σπίτι, η αρχαία οικία, δημιουργήθηκε από τη στιγμή που ο άνθρωπος άρχισε να ξεχωρίζει τους διάφορους χώρους σε σχέση με τη χρήση τους εκ μέρους της οικογένειας του και τη μεταξύ τους λειτουργική σχέση· έτσι μπορεί να ονομαστεί σ. και το σύνολο …

    Dictionary of Greek

  • 47Αμουράτης — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Θεόδωρος. Καταγόταν από τα Μέγαρα. Σε μάχη στην Αγία Μαρίνα έχασε το αριστερό του χέρι. Στα Σάλωνα τραυματίστηκε στο πόδι και στην πολιορκία της Αθήνας έχασε από τραύμα και το δεξί του χέρι. 2. Πανούσης. Καταγόταν… …

    Dictionary of Greek

  • 48Βατικανού, Πόλη του- — (Citta del Vaticano) Ιδιότυπο ανεξάρτητο κράτος, μέσα στην πόλη της Ρώμης (Ιταλία). Πολιτικά στοιχεία Περικλεισμένη μέσα στα Λεόντεια Τείχη της Ρώμης, η Π. του Β. κατέχει μόνο ένα τμήμα του αρχαίου Ager Vaticanus που απλωνόταν ανάμεσα στις… …

    Dictionary of Greek

  • 49Βενετία — I (Venezia). Πόλη (275.368 κάτ. το 2000) της βορειοανατολικής Ιταλίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (2.460 τ. χλμ., 815.009 κάτ.) και της διοικητικής περιοχής Βένετο (βλ. λ.), στο βορειοανατολικό γεωγραφικό διαμέρισμα. H πιο χαρακτηριστική… …

    Dictionary of Greek

  • 50Βυζούλας, Ιωάννης — Αγωνιστής του 1821, από την Ήπειρο. Όταν άρχισε η Επανάσταση, κατέβηκε στον Μοριά και πήρε μέρος στον Αγώνα με σώμα που το συντηρούσε ο ίδιος. Συμμετείχε στη μάχη των Τρίκορφων κατά την πολιορκία της Τρίπολης, στο πλευρό του Υψηλάντη. Όταν στην… …

    Dictionary of Greek