μεγάρᾱ
1Μεγάρα — Μεγάρᾱ , Μεγάρη fem nom/voc/acc dual Μεγάρᾱ , Μεγάρη fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
2Μέγαρα — to Megara neut nom/voc/acc pl …
3Μέγαρα — Πόλη (23.032 κάτ.) του νομού Αττικής. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου της νομαρχίας Δυτικής Αττικής. Ο δήμος αποτελεί το δεύτερο μεγάλο πτηνοτροφικό κέντρο της Ελλάδας, μετά την Εύβοια. Το αρχαίο κράτος των Μεγάρων. Η αρχαία πόλη των Μ. όπως… …
4Μέγαρα — Sp Megarà Ap Μέγαρα/Megara L sen. gr. polis ir dab. mst. Atikoje, Graikija …
5Μεγάρᾳ — Μεγάραι , Μεγάρη fem nom/voc pl Μεγάρᾱͅ , Μεγάρη fem dat sg (attic doric aeolic) …
6Μέγαρα — τα αρχαία και σύγχρονη πόλη της Αττικής …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
7μέγαρα — μέγαρον large room neut nom/voc/acc pl …
8Μέγαρα Υβλαία — Αρχαία πόλη της Σικελίας. Βρισκόταν στην ανατολική ακτή του νησιού, λίγα χιλιόμετρα ΒΔ των Συρακουσών. Είχε ιδρυθεί γύρω στο 728 π.Χ. από Μεγαρείς αποίκους και καταστράφηκε από τον Γέλωνα το 483 π.Χ. περίπου. Κατά την εκστρατεία των Αθηναίων… …
9Ντόρια, μέγαρα — Δύο μέγαρα του οίκου Ντόρια. Το ένα βρίσκεται στη Γένοβα και δωρήθηκε στον ναύαρχο Ανδρέα το 1522 από τη Γενουατική Δημοκρατία. Είναι διακοσμημένο με τοιχογραφίες, πίνακες και γλυπτικά έργα μεγάλων καλλιτεχνών. Το άλλο βρίσκεται στη Ρώμη.… …
10Μεγάρας — Μεγάρᾱς , Μεγάρη fem acc pl Μεγάρᾱς , Μεγάρη fem gen sg (attic doric aeolic) …