μεγα-

  • 91Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός — (Αριανζός, Καππαδοκία 330; – 389).Άγιος της χριστιανικής Εκκλησίας, από τους μεγάλους Πατέρες της Εκκλησίας καθώς και οικουμενικός διδάσκαλος. Ο συνονόματος πατέρας του προσήλθε στον χριστιανισμό χάρη στις προσπάθειες της ευσεβούς συζύγου του… …

    Dictionary of Greek

  • 92ελληνιστικοί χρόνοι — Η περίοδος που μεσολάβησε από τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου (323 π.Χ.) έως τη ναυμαχία του Ακτίου (31 π.Χ.). Ο όρος ε.χ. θεωρείται πιο ακριβής από τον όρο αλεξανδρινοί χρόνοι, γιατί η νέα έκφραση του ελληνικού πνεύματος δεν είχε ως έδρα… …

    Dictionary of Greek

  • 93Ιωάννης — I (Juan).Όνομα δύο βασιλιάδων της Αραγονίας. 1. I. A’ (1350 – 1395). Βασιλιάς της Αραγονίας (1387 95). Ήταν γιος του Πέτρου Δ’, που άφησε τη διακυβέρνηση του κράτους του στη σύζυγό του, Γιολάνδη. Ο Ι. Α’ προστάτευσε τις τέχνες και τα γράμματα,… …

    Dictionary of Greek

  • 94Μιστράς — I Βυζαντινή πολιτεία της Πελοποννήσου, έξι χιλιόμετρα ΒΔ της Σπάρτης, ερειπωμένη σήμερα, η οποία στάθηκε στο προσκήνιο της ιστορίας για δύο αιώνες και τα ερείπιά της αποτελούν πολύτιμη πηγή για τη γνώση της ιστορίας, της τέχνης και του πολιτισμού …

    Dictionary of Greek

  • 95Νίκαια — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν κόρη του μυθικού ηγεμόνα της Βιθυνίας, Σαγγάριου και της θεάς Κυβέλης. Σύμφωνα με την παράδοση, καθώς λουζόταν στις όχθες του ποταμού Σαγγάριου, την είδε ο θεός Διόνυσος και την ερωτεύτηκε. Μετέτρεψε το νερό της πηγής… …

    Dictionary of Greek

  • 96Ονησίκρητος — (4ος αι. π.Χ.). Ιστορικός που καταγόταν από την Αστυπάλαια ή από την Αίγινα. Υπήρξε μαθητής του κυνικού Διογένη και συνόδεψε τον Μέγα Αλέξανδρο στην εκστρατεία του. Με εντολή του Αλέξανδρου εξερεύνησε, μαζί με τον Νέαρχο, τη θαλάσσια οδό από τις… …

    Dictionary of Greek

  • 97Υψηλάντης — I Επώνυμο παλιάς και αρχοντικής φαναριώτικης οικογένειας, γνωστής κυρίως για τη δράση της στη Μολδοβλαχία και τον ηγετικό της ρόλο στην Επανάσταση του 1821. Η προέλευση της ήταν από την Τραπεζούντα και οι παραδόσεις μιλούν για μερικά μέλη της που …

    Dictionary of Greek

  • 98ՄԵԾԱՄՏԵՄ — (եցի.) NBH 2 0238 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 11c, 13c չ. ՄԵԾԱՄՏԵՄ ՄԵԾԱՄՏԻՄ. μεγαλοφρονέω, μέγα φρονέω, μέγα կամ ὐψηλά φρονέω altum sapio, majora vel magnifice de me sentio, efferor, superbio φυσώμαι inflor.… …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • 99АКСИОС — ÁКСИОС [греч. ἄξιος достоин], торжественное восклицание (см. Аккламация), произносимое до или после возложения рук на рукополагаемого (ср. с возглашением Аминь в конце молитв), часть чинопоследований диаконской, пресвитерской, епископской… …

    Православная энциклопедия

  • 100АНАЛАВ — Прп. Петр Монемвасийский. Миниатюра из Евангелистария. Кон. X в. Прп. Петр Монемвасийский. Миниатюра из Евангелистария. Кон. X в. (греч. ἀνάλαβος от ἀναλαμβάνω воспринимать, возлагать [одежду]), часть облачения великосхимника (см. Схима, Постриг) …

    Православная энциклопедия