μεγαλύνῃ

  • 1μεγαλύνῃ — μεγαλύ̱νῃ , μεγαλύνω make great aor subj mid 2nd sg μεγαλύ̱νῃ , μεγαλύνω make great aor subj act 3rd sg μεγαλύ̱νῃ , μεγαλύνω make great pres subj mp 2nd sg μεγαλύ̱νῃ , μεγαλύνω make great pres ind mp 2nd sg μεγαλύ̱νῃ , μεγαλύνω make great pres… …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2αυτοβιογραφία — Λογοτεχνικό είδος του πεζού γραπτού λόγου, στο κείμενο του οποίου ο συγγραφέας εξιστορεί την ίδια του τη ζωή. Διαφέρει από τη βιογραφία γιατί σε αυτήν ο συγγραφέας περιγράφει τη ζωή ενός άλλου προσώπου και όχι τη δική του. Η α. διαφέρει και από… …

    Dictionary of Greek