μεγαλόψυχος
1μεγαλόψυχος — η, ο (ΑM μεγαλόψυχος, ον) αυτός που έχει μεγάλη, ευγενική ψυχή, γενναιόψυχος, μεγαλόκαρδος, ανδρείος («ἦν μεγαλόψυχος, γενναῑος, τολμητίας», Βί. Αλεξ.) νεοελλ. εμπνευσμένος, μεγαλόπνευστος νεοελλ. μσν. συνεκδ. 1. ανεκτικός, μακρόθυμος 2.… …
2μεγαλόψυχος — η, ο εκείνος που έχει μεγάλη ψυχή, καρτερικός, γενναιόψυχος: Είναι μεγαλόψυχος και δε μου έκανε μήνυση …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
3μεγαλόψυχος — μεγαλόψῡχος , μεγαλόψυχος high souled masc/fem nom sg …
4μεγαλοψυχότερον — μεγαλοψῡχότερον , μεγαλόψυχος high souled adverbial comp μεγαλοψῡχότερον , μεγαλόψυχος high souled masc acc comp sg μεγαλοψῡχότερον , μεγαλόψυχος high souled neut nom/voc/acc comp sg …
5μεγαλοψυχοτάτας — μεγαλοψῡχοτάτᾱς , μεγαλόψυχος high souled fem acc superl pl μεγαλοψῡχοτάτᾱς , μεγαλόψυχος high souled fem gen superl sg (doric aeolic) …
6μεγαλοψυχοτάτων — μεγαλοψῡχοτάτων , μεγαλόψυχος high souled fem gen superl pl μεγαλοψῡχοτάτων , μεγαλόψυχος high souled masc/neut gen superl pl …
7μεγαλοψυχοτέρας — μεγαλοψῡχοτέρᾱς , μεγαλόψυχος high souled fem acc comp pl μεγαλοψῡχοτέρᾱς , μεγαλόψυχος high souled fem gen comp sg (attic doric aeolic) …
8μεγαλοψυχότατον — μεγαλοψῡχότατον , μεγαλόψυχος high souled masc acc superl sg μεγαλοψῡχότατον , μεγαλόψυχος high souled neut nom/voc/acc superl sg …
9μεγαλοψύχως — μεγαλοψύ̱χως , μεγαλόψυχος high souled adverbial μεγαλοψύ̱χως , μεγαλόψυχος high souled masc/fem acc pl (doric) …
10μεγαλόψυχον — μεγαλόψῡχον , μεγαλόψυχος high souled masc/fem acc sg μεγαλόψῡχον , μεγαλόψυχος high souled neut nom/voc/acc sg …