μεγαλώνω
1μεγαλώνω — μεγαλώνω, μεγάλωσα, μεγαλωμένος βλ. πίν. 3 …
2μεγαλώνω — (Μ μεγαλώνω) 1. καθιστώ, κάτι μεγάλο ή μεγαλύτερο από όσο είναι, μεγεθύνω, αυξάνω («θα μεγαλώσω το οικόπεδό μου αγοράζοντας και το διπλανό κτήμα») 2. μτφ. ανατρέφω κάποιον («μεγαλώνει το παιδί της χωρίς την οικονομική υποστήριξη τού συζύγου της») …
3μεγαλώνω — μεγάλωσα, μεγαλωμένος 1. μτβ., κάνω κάτι μεγάλο, μεγεθύνω, επεκτείνω: Μεγάλωσα τις επιχειρήσεις μου κάνοντας σωστές επιλογές. 2. (συνεκδοχ.), τρέφω, ανατρέφω: Μεγάλωσε τα παιδιά του με αρχές. 3. αμτβ., αυξάνω, γίνομαι μεγαλύτερος: Τα δέντρα που… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ακρομεγαλώνω — 1. μεγαλώνω λίγο, φθάνω μόλις σε κάποια ηλικία 2. φθάνω σε μεγάλη ηλικία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (ΙΙ) + μεγαλώνω] …
5αποθεριεύω — 1. μεγαλώνω και γίνομαι δυνατός σαν θηρίο 2. (για φυτά ή δέντρα) μεγαλώνω υπερβολικά …
6αυξάνω — και αυξαίνω και αξαίνω και αύξω (AM αὐξάνω και αὔξω, Μ και αὐξαίνω και ἀξαίνω) 1. (μτβ.) μεγαλώνω κάτι, το κάνω περισσότερο από όσο ήταν, το πολλαπλασιάζω 2. (αμτβ. με σημ. μέσ.) γίνομαι περισσότερος ή μεγαλύτερος, πληθαίνω, πολλαπλασιάζομαι αρχ …
7εκτρέφω — (AM ἐκτρέφω) 1. τρέφω κάποιον από μικρή ηλικία ώσπου να μεγαλώσει, μεγαλώνω, ανατρέφω 2. τρέφω, διατρέφω, συντηρώ νεοελλ. αναπτύσσω από ηθική άποψη αρχ. 1. αυξάνω, μεγαλώνω 2. μέσ. αναλαμβάνω να αναθρέψω 3. (για ζώα) κυοφορώ, γεννώ (τὸ… …
8εκτρέχω — (AM ἐκτρέχω) τρέχω έξω, βγαίνω τρέχοντας, εξορμώ, κάνω έξοδο μσν. 1. διατρέχω 2. αναζητώ, επιδιώκω 3. ορμώ, εξορμώ 4. περιέρχομαι αρχ. 1. φεύγω τρέχοντας 2. (για κέρατα) μεγαλώνω, αυξάνομαι 3. (για φυτό) βλαστάνω γρήγορα, μεγαλώνω 4. (για θυμό)… …
9εναυξάνω — ἐναυξάνω (Α) προκαλώ αύξηση, αυξάνω, μεγαλώνω («οἱ πόνοι... ἐπιθυμίαν ἀρετής ἐνηύξησαν», Ξεν.) 2. παθ. ἐναυξάνομαι μεγαλώνω, αυξάνομαι, αποκτώ επίδοση σε κάτι …
10ηλικιώνομαι — και ηλικιούμαι (AM ἡλικιοῡμαι, όομαι) [ηλικία] 1. μεγαλώνω στα χρόνια, ανδρώνομαι, φθάνω σε ώριμη ηλικία, ωριμάζω 2. ενεργ. ηλικιώ και ηλικιώνω μεγαλώνω, ανατρέφω παιδιά! νεοελλ. (η μτχ. παθ. παρακμ.) ηλικιωμένος, η, ο α) ο γέροντας, αυτός που… …