μεγαλό-φορτος
1φόρτος — ο 1. φορτίο, μεγάλο βάρος. 2. μτφ., ό,τι είναι ενοχλητικό, αφόρητο …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
2μεγαλόφορτος — μεγαλόφορτος, ον (Α) (για πλοίο) αυτός που μεταφέρει μεγάλο φορτίο, βαρυφορτωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + φόρτος (πρβλ. αγλαό φορτος, μυριό φορτος)] …