μεγαλο-κευθής

  • 1πολυκευθής — ές, Α αυτός που κρύβει πολλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κευθής (< κεῦθος, τὸ «κρυψώνας»), πρβλ. μεγαλο κευθής] …

    Dictionary of Greek

  • 2υποκευθής — ές, Α (κατά τον Ησύχ.) «ὁ ὑποκεκρυμμένος». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + κευθής (< κεῦθος < κεύθω «καλύπτω, κρύβω»), πρβλ. μεγαλο κευθής] …

    Dictionary of Greek