μεγαλοπρεπής
1μεγαλοπρεπής — befitting a great man masc/fem nom sg …
2μεγαλοπρεπής — ές και μεγαλόπρεπος, η, ο (ΑM μεγαλοπρεπής·, ές) 1. (για πρόσ. και για πράγματα) αυτός που έχει μεγαλειώδη εμφάνιση, λαμπρός, επιβλητικός (α. «μεγαλοπρεπής τελετή» β. «μεγαλοπρεπής, εὔχαρις, φίλος τ ἀληθείας», Πλάτ.) 2. (για ύφος) υψηλός 3. το… …
3μεγαλοπρεπής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, και μεγαλόπρεπος, η, ο αυτός που έχει πολυτελή και επιβλητική εμφάνιση: Οι βασιλιάδες φορούσαν μεγαλοπρεπείς ενδυμασίες …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4Λαυρέντιος των Μεδίκων, ο Μεγαλοπρεπής — (Lorenzo de’ Medici, «il Magnifico», Φλωρεντία 1449 – Καρέτζι 1492). Ιταλός ηγεμόνας και κυβερνήτης της Φλωρεντίας. Ήταν γιος του Πέτρου των Μεδίκων και της Λουκρητίας Τορναμπουόνι. Παρακολούθησε φιλολογικά μαθήματα κοντά σε εκλεκτούς ουμανιστές… …
5χαλκή — Μεγαλοπρεπής οικοδομή η οποία ανεγέρθηκε από τον Μέγα Κωνσταντίνο. Αποτελούσε τα προπύλαια και την επίσημη είσοδο των βασιλικών ανακτόρων της Κωνσταντινούπολης, στη βορειοανατολική πλευρά του περιβόλου των ανακτόρων προς την πλατεία του… …
6μεγαλοπρεπῆ — μεγαλοπρεπής befitting a great man neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) μεγαλοπρεπής befitting a great man masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) μεγαλοπρεπής befitting a great man masc/fem acc sg (attic epic doric) …
7μεγαλοπρεπέστερον — μεγαλοπρεπής befitting a great man adverbial comp μεγαλοπρεπής befitting a great man masc acc comp sg μεγαλοπρεπής befitting a great man neut nom/voc/acc comp sg …
8χάλκη — Μεγαλοπρεπής οικοδομή η οποία ανεγέρθηκε από τον Μέγα Κωνσταντίνο. Αποτελούσε τα προπύλαια και την επίσημη είσοδο των βασιλικών ανακτόρων της Κωνσταντινούπολης, στη βορειοανατολική πλευρά του περιβόλου των ανακτόρων προς την πλατεία του… …
9μεγαλοπρεπεστάτων — μεγαλοπρεπής befitting a great man fem gen superl pl μεγαλοπρεπής befitting a great man masc/neut gen superl pl …
10μεγαλοπρεπεστέραις — μεγαλοπρεπής befitting a great man fem dat comp pl μεγαλοπρεπεστέρᾱͅς , μεγαλοπρεπής befitting a great man fem dat comp pl (attic) …