Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

μεγάλος

  • 1 μεγάλος

    [мэгалос] ас. большой,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μεγάλος

  • 2 большой

    Большо́й теа́тр — το θέατρο Μπολσόι, το Μεγάλο θέατρο

    ••

    большо́е спаси́бо — ευχαριστώ πολύ

    Русско-греческий словарь > большой

  • 3 большой

    επ., συγκρ. β. больший, больше, более
    1. μεγάλος, μέγας, τρανός•

    большой город μεγάλη πόλη•

    -ые события μεγάλα γεγονότα•

    -ое дело μεγάλη υπόθεση.

    2. σημαντικός, αξιόλογος•

    большой ученый μεγάλος επιστήμονας•

    большой негодяй μεγάλος παλιάνθρωπος•

    большой плут μεγάλος απατεώνας.

    3. μεγάλου αναστήματος, υψηλός•

    ты стал совсем большой εσύ ψήλωσες πολύ, έγινες άντρας, μεγάλος.

    4. πολυάριθμος•

    -ое количество μεγάλη ποσότητα•

    -ое знакомство πολλές γνωριμίες.

    5. μεγάλος (ως αντώνυμο του μικρός)•

    большой театр το Μεγάλο θέατρο (σε αντίθεση με το Μικρό)•

    -ая медведица η Μεγάλη Αρκτος.

    6. ουσ. πλθ. -ие οι ηλικιωμένοι•

    -ие ушли, а дети остались дома οι μεγάλοι έφυγαν, οι δε μικροί έμειναν στο σπίτι.

    εκφρ.
    большойая буква – το κεφαλαίο γράμμα•
    большой палец – το μεγάλο δάχτυλο (αντίχειρας)•
    большой свет – η ανώτερη κοινωνία•
    сам большойπαλ. ο κύριος εαυτού, νοικοκύρης, αφέντης.

    Большой русско-греческий словарь > большой

  • 4 большой

    больш||ой
    прил
    1. μεγάλος, μέγας/ πολυάριθμος (многочисленный):
    \большойо́е количество а) ὁ μεγάλος ἀριθμός, б) πλήθος ἀνθρώπων (о людях);
    2. (значительный) μεγάλος/ σπουδαίος, σημαντικός (важный):
    \большойа́я радость ἡ μεγάλη χαρά; \большойо́е событие τό σημαντικό γεγονός;
    3. (выдающийся, замечательный) ἐπιφανής, διαπρεπής, διακεκριμένος:
    \большой ученый ὁ διαπρεπής ἐπιστήμων
    4. (взрослый) μεγάλος:
    он стал \большой μεγάλωσε; ◊ \большой палец ὁ ἀντίχειρας, ὁ ἀντίχειρ; \большой друг ὁ μεγάλος φίλος.

    Русско-новогреческий словарь > большой

  • 5 великий

    великий 1) μέγας, μεγάλος 2) (тк. кратк. ф. велик) μεγάλος· ботинки мне вели ки μου είναι μεγάλα τα πα πούτσια
    * * *
    1) μέγας, μεγάλος
    2) (тк. кратк. ф. велик) μεγάλος

    боти́нки мне велики́ — μου είναι μεγάλα τα παπούτσια

    Русско-греческий словарь > великий

  • 6 высокий

    высокий 1) (υ) ψηλός; μεγάλος (большой) \высокийого роста υψηλού αναστήματος' \высокийое давление η υψηλή πίεση·\высокийая температура (у больного) о ( μεγάλος) πυρετός \высокийие цены οι υψηλές τιμές 2) (превосходный) ανώτερος, άριστος ◇ \высокийие договаривающиеся сто роны дип. τα υψηλά συμβαλ λόμενα μέρη \высокий гость о υψη λός ξένος
    * * *
    1) (υ)ψηλός; μεγάλος ( большой)

    высо́кийого ро́ста — υψηλού αναστήματος

    высо́кийое давле́ние — η υψηλή πίεση

    высо́кийая температу́ра (у больного) — о (μεγάλος) πυρετός

    высо́кийие це́ны — οι υψηλές τιμές

    2) ( превосходный) ανώτερος, άριστος
    ••

    Высо́кие Догова́ривающиеся Сто́роны — дип. τα υψηλά συμβαλλόμενα μέρη

    высо́кий гость — ο υψηλός ξένος

    Русско-греческий словарь > высокий

  • 7 старший

    старший 1) (по возрасту) μεγαλύτερος, πρεσβύτερος; \старший брат о μεγαλύτερος (или μεγάλος) αδερφός; \старшийая сестра η μεγαλύτερη αδερφή 2) (по положению ) ανώτερος 3) (о классе и т.п.) μεγάλος; \старшийие классы οι μεγάλες τάξεις
    * * *
    1) ( по возрасту) μεγαλύτερος, πρεσβύτερος

    ста́рший брат — ο μεγαλύτερος ( или μεγάλος) αδερφός

    ста́ршая сестра́ — η μεγαλύτερη αδερφή

    2) ( по положению) ανώτερος
    3) (о классе и т. п.) μεγάλος

    ста́ршие кла́ссы — οι μεγάλες τάξεις

    Русско-греческий словарь > старший

  • 8 великий

    επ., βρ: -лик, -а, -о и. –а, -о, πλθ. велики κ. велики, υπερθ. величайший.
    1. μέγας, μεγάλος•

    александр великий ο Μέγας Αλέξανδρος•

    -ие люди οι μεγάλοι άνθρωποι•

    ученый μεγάλος επιστήμονας.

    2. πολύ μεγάλος, τρανός•

    великий праздник μεγάλη γιορτή•

    у страха глаза -и οτο φόβο τα μάτια μεγαλώνουν, γουρλώνουν.

    3. μεγαλύτερος του δέοντος•

    сапоги мне -и οι μπότες μου είναι μεγάλες.

    εκφρ.
    от мала до -а – μικροί και μεγάλοι (όλοι)•
    - ое множество – μεγάλο πλήθος•
    к -ому – προς το μεγάλο•
    к -ому моему удивлению – προς μεγάλη μου κατάπληξη•
    великий пост – η Μεγάλη Σαρακοστή•
    - а важность – μεγάλη σπουδαιότητα.

    Большой русско-греческий словарь > великий

  • 9 высокий

    επ., βρ: -сок, -сока, -соко/ καιо/ко, -соки/ καιо/ки; выше; высший κ. высочайший.
    1. (υ)ψηλός, υψιτενής•

    высокий дом ψηλό σπίτι•

    высокий рост μεγάλο ανάστημα•

    -ая гора ψηλό βουνό•

    высокий потолок ψηλή οροφή•

    -ое дерево ψηλό δέντρο.

    2. μεγάλος•

    высокий урожай μεγάλη σοδειά•

    -ое напряжение υψηλή τάση (ηλεκ. ρεύματος)•

    -ая производительность труда υψηλή παραγωγικότητα της δουλειάς•

    -ое давление μεγάλη πίεση•

    -ая температура υψηλή θερμοκρασία.

    3. πολύ καλός, εξαιρετικός• άριστος•

    -ая оценка υψηλή εκτίμηση•

    товар -го качества εμπόρευμα εξαιρετικής ποιότητας.

    4. πολύ μεγάλος•

    -ая честь μεγάλη τιμή•

    высокий пост μεγάλο πόστο•

    -ое звание υψηλός τίτλος•

    -ая награда μεγάλο βραβείο•

    высокий гость ο μεγάλος φιλοξενούμενος (επισκέπτης).

    5. πανηγυρικός•

    высокий стиль υψηλό ύφος.

    6. (για ήχους) λεπτός,οξύς.
    εκφρ.
    высокий лоб – φαρδύ (ψηλό) μέτωπο•
    - ая грудь – ψηλό (ορθό) στήθος•
    быть -го’мнения – έχω καλή γνώμη (για κάποιον).

    Большой русско-греческий словарь > высокий

  • 10 тяжёлый

    επ., βρ: -жл, -жела, -жело.
    1. βαρύς•

    тяжёлый камень βαριά πέτρα•

    тяжёлый металл βαρύ μέταλλο.

    || μεγάλος•

    -ые капли μεγάλες σταγόνες.

    || χοντρός•

    -ое платье βαρύ ένδυμα.

    || πυκνός•

    -ые тучи βαριά σύννεφα.

    || δύσπεπτος•

    -ая еда βαρύ φαγητό.

    2. (απλ.) έγκυος.
    3. βαρύσωμος. || αδρός• χοντρός, ευμεγάθης (για πρόσωπο, μέλη του σώματος).
    4. ηχηρός•

    -ые шаги прохожего τα βαριά βήματα του διαβάτη•

    -ая походка βαρύ βάδισμα.

    || άγαρμπος, άκομψος• χοντρός, χοντροκομμένος.
    5. δύσκολος, δυσχερής, χαλεπός, ζόρικος•

    -ая работа βαριά δουλειά•

    -ые роды δύσκολος τοκετός•

    тяжёлый год δύσκολος χρόνος•

    -ая жизнь η δύσκολη ζωή•

    -ая дорога δύσκολος δρόμος•

    тяжёлый подъм μεγάλος ανήφορος•

    -ое дыхание δύσκολη αναπνοή•

    -ые условия δύσκολες συνθήκες.

    || δύστροπος, με βαρύ χαρακτήρα•

    тяжёлый ученик δύστροπος μαθητής.

    || μεγάλος• δυνατός, ισχυρός, γερός•

    -ые налоги βαριοί φόροι•

    сон βαρύς ύπνος•

    тяжёлый удар γερό χτύπημα•

    -ое горе μεγάλη στενοχώρια•

    тяжёлый вздох βαρύς αναστεναγμός• —ая вина μεγάλο σφάλμα.

    || αυστηρός• σκληρός•

    -ое наказание βαριά ποινή (τιμωρία).

    || σοβαρός, επικίνδυνος•

    -ая форма дифтерии βαριά μορφή διφθερίτιδας•

    -ое ранение σοβαρό τραυμάτισμα (τραύμα).

    6. καταθλιπτικός, επαχθής, καταπιεστικός• θλιβερός• σκοτεινός• δυσάρεστος•

    -ое предчувствие δυσάρεστη προαίσθηση•

    -ые мысли σκοτεινές σκέψεις•

    -ое известие θλιβερή είδηση.

    || σκυθρωπός, κατηφής• θλιμμένος, μελαγχολικός (για βλέμμα, φωνή). || απεχθής, δυσάρεστος•, тяжёлый запах άσχημη μυρουδιά.
    8. ογκώδης•

    -ые танки βαριά άρματα μάχης•

    -ая артиллерия το βαρύ πυροβολικό.

    εκφρ.
    - ая артиллерия – άνθρωπος πάρα πολύ δυσκίνητος•
    тяжёлый вес ή тяжёлыйые весовые категории – κατηγορία αθλητών βαρέων βαρών•
    - ая голова – βαρύ κεφάλι (ελαφρός πονοκέφαλος)•
    тяжёлый день – βαριά μέρα (εντατικής εργασίας ή αποτυχίας)•
    -ая промышленность ή индустрия – βαριά βιομηχανία•
    - ая рука – βαρύχέρι (που χτυπά δυνατά ή που δεν είναι τυχερό)•
    тяжёлый ум – αμβλύνοια, ελαφρόνοια•
    - ые фигуры – η βασίλισσα και ο πύργος του σκακιού•
    тяжёлый на ногу – δύσκαμπτος στο βάδισμα•
    тяжёлый на подъм – α) ασήκωτος από τη θέση του (πολύ αραιά μετακινούμενος ή εξερχόμενος από το σπίτι του), β) νωθρός, οκνηρός, νωχελής•
    с -ым сердцем – με βαριά καρδιά, βαρυκάρδιος, βαρύθυμος.

    Большой русско-греческий словарь > тяжёлый

  • 11 гораздо

    гораздо πολύ πιο \гораздо боль ший πολύ πιο μεγάλος \гораздо больше πολύ περισσότερα \гораздо лучше πολύ (πιο) καλύτερα \гораздо меньше πολύ (πιο) λιγότε ρα \гораздо хуже πολύ (πιο) χει ρότερα
    * * *

    гора́здо бо́льший — πολύ πιο μεγάλος

    гора́здо бо́льше — πολύ περισσότερα

    гора́здо лу́чше — πολύ (πιο) καλύτερα

    гора́здо ме́ньше — πολύ (πιο) λιγότερα

    гора́здо ху́же — πολύ (πιο) χειρότερα

    Русско-греческий словарь > гораздо

  • 12 крупный

    крупный 1) (большой) μεγάλος, χοντρός· \крупный виноград το χοντρό σταφύλι 2) (видный) διακεκριμένος, ξακουστός* σημαντικός (значительный)9 \крупный учёный о διακεκριμένος επιστήμονας
    * * *
    1) ( большой) μεγάλος, χοντρός

    кру́пный виногра́д — το χοντρό σταφύλι

    2) ( видный) διακεκριμένος, ξακουστός; σημαντικός ( значительный)

    кру́пный учёный — ο διακεκριμένος επιστήμονας

    Русско-греческий словарь > крупный

  • 13 магистраль

    магистраль ж о μεγάλος δρόμος ( για τη συγκοινωνία)· железнодорожная - η σιδηροδρομική αρτηρία' автомобильная \магистраль ο αυτοκινητόδρομος
    * * *
    ж
    ο μεγάλος δρόμος (για τη συγκοινωνία)

    железнодоро́жная магистра́ль — η σιδηροδρομική αρτηρία

    автомоби́льная магистра́ль — ο αυτοκινητόδρομος

    Русско-греческий словарь > магистраль

  • 14 небольшой

    небольшой μικρός, όχι μεγάλος· \небольшой перерыв ξτο μικρό διάλειμμα· \небольшойая комната το μικρό δωμάτιο
    * * *
    μικρός, όχι μεγάλος

    небольшо́й переры́в — το μικρό διάλειμμα

    небольша́я ко́мната — το μικρό δωμάτιο

    Русско-греческий словарь > небольшой

  • 15 отечественный

    отечественный πατριωτικός· εθνικός (национальный)· \отечественныйое производство η εθνική παραγωγή ◇ Великая Отечественная война о Μεγάλος Πατριωτικός πόλεμος
    * * *
    πατριωτικός; εθνικός ( национальный)

    оте́чественное произво́дство — η εθνική παραγωγή

    ••

    Вели́кая Оте́чественная война́ — ο Μεγάλος Πατριωτικός πόλεμος

    Русско-греческий словарь > отечественный

  • 16 такой

    такой τέτοιος; τόσος (настолько)· \такой большой τόσο μεγάλος; \такой же όμοιος, ίδιος; \такойим образом έτσι, με τέτοιο (или μ'αυτό) τον τρόπο; в \такойом случае τότε, στην περίπτωση αυτή; что \такойое? (что случилось^) τι συμβαίνει; кто он (или кто это) \такой? ποιος είναι αυτός;
    * * *
    τέτοιος; τόσος ( настолько)

    тако́й большо́й — τόσο μεγάλος

    тако́й же — όμοιος, ίδιος

    таки́м о́бразом — έτσι, με τέτοιο ( или μ’αυτό) τον τρόπο

    в тако́м слу́чае — τότε, στην περίπτωση αυτή

    что тако́е? (что случилось?) — τι συμβαίνει

    кто он ( или кто э́то) тако́й? — ποιος είναι αυτός

    Русско-греческий словарь > такой

  • 17 великий

    велик||ий
    прил
    1. μέγας, μεγάλος:
    \великийне державы οἱ μεγάλες δυνάμεις· \великийие люди οἱ μεγάλοι ἄνδρες· Великая Октябрьская социалистическая революция ἡ Μεγάλη 'Οκτωβριανή Σοσιαλιστική Έπανάσταση [-ις]· к \великийому удивлению προς μεγάλη (μου) Εκπληξη·
    2. (т.к. краткая форма \великий слишком большой) μεγάλος:
    сапоги́ \великийи́ οἱ μπόττες (или τά ὑποδήματα) μοῦ εἶναι μεγάλες (или μεγάλα) · ◊ у страха глаза \великийй ὁ φόβος μεγαλοποιεῖ τόν κίνδυνο· от мала до \великийа μικροί καί μεγάλοι, ὅλοι ἀνεξαιρέτως.

    Русско-новогреческий словарь > великий

  • 18 отъявленный

    отъявленный
    прил πατενταρισμένος, μέ πατέντα, διαβόητος, μεγάλος:
    \отъявленный иего-ди́й μεγάλος παλιάνθρωπος· \отъявленный жу́лик κατεργάρης μέ πατέντα, ἀρχικατεργάρης.

    Русско-новогреческий словарь > отъявленный

  • 19 старший

    старш||ий
    1. прил (по годам) πρεσβύτερος, μεγαλύτερος στά χρόνια, πιό μεγάλος στήν ἡλικία:
    \старший брат ὁ μεγάλος ἀδελφός·
    2. прил (по положению) ἀνώτερος, ἀρχαιότερος:
    \старший мастер ὁ ἀρχι-μάστορας·
    3. м ὁ γηραιότερος, ὁ πρεσβύτερος/ ὁ ἀνώτερος (по полоокению)·
    4. \старшийие мн. (взрослые) μεγαλύτερος.

    Русско-новогреческий словарь > старший

  • 20 больше

    1. συγκρ. β. του επ. большой, великий κ. του επιρ. много
    περισσότερος, μεγαλύτερος•

    этот велик, а тот еще больше αυτός είναι μεγάλος, αλλά εκείνος ακόμα πιο μεγάλος•

    больше внимание детям περισσότερη προσοχή στα παιδιά.

    2. παραπέρα, στο εξής, άλλο, πια•

    не пью водки άλλο (πια) δεν πίνω βότκα•

    не плачь больше μην κλαις άλλο•

    больше не буду άλλη φορά δε θα το ξανακάνω•

    больше чем когда бы то ни было περισσότερο από κάθε άλλη φορά.

    εκφρ.
    не больше (и) не меньше как...βλ. εκφρ. στη λ. более• больше того; больше чем βλ. στη λ. более.

    Большой русско-греческий словарь > больше

См. также в других словарях:

  • μεγάλος — η, ο και μέγας, μεγάλη, μέγα (ΑM μέγας, μεγάλη, μέγα, Μ και μεγάλος, η, ο[ν], ουδ. και μέγαν) 1. αυτός που υπερβαίνει τον μέσο όρο, αυτός τού οποίου οι διαστάσεις ξεπερνούν τις συνήθεις (α. «μεγάλη ζωή» β. «μεγάλος χώρος» γ. «μεγάλη δόξα» δ.… …   Dictionary of Greek

  • μεγάλος — η, ο 1. αυτός που έχει ασυνήθιστες διαστάσεις: Το σπίτι έχει μεγάλα υπνοδωμάτια. 2. ο ενήλικος: Πέθανε ο μεγάλος της αδερφός. 3. μτφ., ισχυρός, σημαντικός, ένδοξος, διάσημος: Οι μεγάλοι αγωνιστές της επανάστασης. 4. παροιμ. φρ., «μεγάλα καράβια,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μέγαλος — μέγας big masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μεγάλος Βάλτος — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 540 μ., 457 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σικυωνίων …   Dictionary of Greek

  • Μεγάλος Ποντιάς — Οικισμός (υψόμ. 740 μ., 164 κάτ.) στην πρώην επαρχία Καλαβρύτων του νομού Αχαΐας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καλαβρύτων …   Dictionary of Greek

  • Μεγάλος Πρίνος — Οικισμός (30 κάτ.) της Θάσου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θάσου του νομού Καβάλας …   Dictionary of Greek

  • διαβατός — Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ., 1.300 κάτ.) του νομού Ημαθίας. Βρίσκεται 9 χλμ. ΒΑ της Βέροιας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αποστόλου Παύλου. * * * ή, ό και διάβατος, η, ο (AM διαβατός, ή, όν Α και αιολ. τ. ζάβατος) [διαβαίνω] 1. αυτός… …   Dictionary of Greek

  • παραμυθία — Μεγάλος ημιορεινός δήμος (υψόμ. 300 μ.) στην πρώην επαρχία Σουλίου του νομού Θεσπρωτίας. Η Π. βρίσκεται χτισμένη στους πρόποδες της κορυφής Koρύλας των βουνών της Παραμυθιάς. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (28 τ. χλμ.,), στον οποίο ανήκουν 22… …   Dictionary of Greek

  • Ίσθμια — Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 10 μ., 1.030 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λουτρακίου. Ο οικισμός χτίστηκε μετά την αποπεράτωση της διώρυγας της Κορίνθου, ανατολικά της εισόδου της, στο έδαφος της Στερεάς Ελλάδας. Στην… …   Dictionary of Greek

  • Τάπυροι — Μεγάλος λαός στη Μηδία, ο οποίος κατοικούσε τα Τάπουρα όρη, μεταξύ Κασπίων Πυλών και των συνόρων της Παρθυραίας. Οι αρχαίοι Έλληνες περιγράφουν περίεργα έθιμα των Τ. Εκείνοι που είχαν αποκτήσει 2 ή 3 παιδιά ήταν νόμιμο να δίνουν και σε άλλους τις …   Dictionary of Greek

  • αγκαθιά — Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 20 μ., 1.547 κάτ.) του νομού Ημαθίας. Βρίσκεται στα δεξιά της κοιλάδας του Αλιάκμονα, κοντά στα σύνορα με τον νομό Πιερίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μελίκης. * * * η [αγκάθι] 1. τόπος γεμάτος αγκάθια 2. εκδορά …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»