μαῖα

  • 71λοχεύτρια — λοχεύτρια, ἡ (ΑM [λοχεύω] η λεχώνα αρχ. 1. η μαία, η μαμμή 2. μτφ. (για την ποίηση) η μητέρα, η δημιουργός («ἡ τοῡ ψεύδους λοχεύτρια ποίησις», λεξ. Σούδα) …

    Dictionary of Greek

  • 72λοχεύω — (Α) [λόχος] 1. τίκτω, γεννώ («Νύμφη ἐλόχευσε Διὸς παῑδα»,Ύμν. Ερμ.) 2. (για πατέρα) αποκτώ τέκνο 3. (για γυναίκα κυοφορώ, είμαι έγκυος 4. (για μαία) βοηθώ την επίτοκο να γεννήσει, ξεγεννώ («ποῡ; τίς λοχεύει σ ; ἢ μόνη μοχθεῑς τάδε;» Ευρ.) 5.… …

    Dictionary of Greek

  • 73λόχιος — α, ο (Α λόχιος, ία, ον, θηλ. και ίη) [λόχος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λεχώνα ή στη λοχεία 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα λόχια τα εκκρίματα που αποβάλλονται από τη μήτρα κατά τη λοχεία αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τοκετό… …

    Dictionary of Greek

  • 74μάγια — Κοινή ονομασία της ζύμης. Βλ. λ. ζυμομύκητες ή ζύμες. * * * (I) η·θρησκειολ. σανσκριτική λέξη που σημαίνει μαγεία ή ψευδαίσθηση και αποτελεί θεμελιώδη έννοια τής ινδουιστικής φιλοσοφίας. (II) η ζωολ. γένος δεκάποδων καρκινοειδών τής οικογένειας… …

    Dictionary of Greek

  • 75μάμμη — η (AM μάμμη και μάμμα, Α και μαμμία, Μ και μάμμου) η γιαγιά μσν. η μαμμή μσν. αρχ. η μητέρα αρχ. ο μαστός τής μητέρας. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τής παιδικής γλώσσας. Η ονομ. μάμμη προήλθε πιθ. από την κλητ. μάμμα (που ανάγεται σε IE *ma , ηχομίμηση για την… …

    Dictionary of Greek

  • 76μάμμος — (I) ο μαιευτήρας. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μαμμή «μαία», με αλλαγή γένους. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου]. (II) μάμμος, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «οἰκέτης» …

    Dictionary of Greek

  • 77μα — (I) (AM μά) 1. μόριο, εισαγωγικό όρκου, το οποίο χρησιμοποιείται και σε περιπτώσεις έντονης διαμαρτυρίας και ακολουθείται από την αιτιατική τού ονόματος ή τού πράγματος που επικαλείται αυτός που ορκίζεται, και λαμβάνεται ως ομοτικό, δηλ.… …

    Dictionary of Greek

  • 78μαίοι — μαῑοι, ol (Α) [μαία] οι θετοί γονείς …

    Dictionary of Greek

  • 79μαιεύτρια — η (AM μαιεύτρια) η μαία νεοελλ. η μαιευτήρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαιεύομαι + επίθημα τρια] …

    Dictionary of Greek

  • 80μαμμή — η (Μ μαμμή και μαμμού) η μαία νεοελλ. παροιμ. «επήγε για μαμμή κι έκατσε για λεχώνα» λέγεται σκωπτικά για εκείνους που καθυστερούν να επιστρέψουν από ένα μέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάμμη, με καταβιβασμό τού τόνου] …

    Dictionary of Greek