μαῖα
21Maia (mythologie) — Maïa (mythologie) Pour les articles homonymes, voir Maïa. Assemblée divine (détail) : Hermès et sa mère Maïa …
22Maïa (Pléiade) — Maïa (mythologie) Pour les articles homonymes, voir Maïa. Assemblée divine (détail) : Hermès et sa mère Maïa …
23Maïa (mythologie) — Pour les articles homonymes, voir Maïa. Assemblée divine (détail) : Hermès et sa mère Maïa, amphore attique à figu …
24Maiasaura —   Maiasaura Escala temporal: Cretácico superior …
25μαιάς — μαιάς, άδος, ἡ (Α) 1. αυτή που αναφέρεται στην τέχνη τής μαίας, μαμμική, μαιευτική («ἐκοίμισε μαιάδι τέχνῃ», Νόνν.) 2. ως κύριο όν. ἡ Μαιάς η μητέρα τού Ερμού, η Μαία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαία + επίθημα άς] …
26μαιήιος — μαιήϊος, ον (Α) 1. μαιευτικός 2. αυτός που γεννήθηκε από τη Μαία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαία + επίθημα ήϊος (πρβλ. γαι ήιος, γενεθλ ήιος)] …
27μαιούμαι — μαιοῡμαι, όομαι (Α) [μαία] 1. (για μαία) βοηθώ επίτοκη γυναίκα να ξεγεννήσει («τάς τε τεκούσας ἐμαιοῡτο», Λουκιαν.) 2. (για επίτοκο) ελευθερώνομαι, γεννώ 3. (για τροφό) θηλάζω («μαζῷ μαιώσατο», Νόνν.) 4. μτφ. (για την Ηώ) γεννώ την ημέρα …
28μαμμικός — (I) ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μαία, στη μαμμή 2. το θηλ. ως ουσ. η μαμμική η μαιευτική, το επάγγελμα τής μαίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαμμή «μαία». Η λ. μαρτυρείται από το 1807 στον Κ. Ρόζιο]. (II) μαμμικός, ή, όν (Α) [μάμμη] 1. αυτός που …
29Μαιῶν — Μαῑῶν , Μαῖα fem gen pl Μαῖα fem gen pl (ionic) …
30Μαίαιν — Μαΐαιν , Μάιος Maius fem gen/dat dual Μαί̱αιν , Μαῖα fem gen/dat dual Μαῖα fem gen/dat dual (ionic) …