μαύσωλος
1Μαύσωλος — tomb masc nom sg …
2Μαύσωλος — (4ος αι. π.Χ.). Σατράπης της Καρίας (377 353 π.Χ.). Ήταν γιος του σατράπη της Καρίας, Εκατόμνου, και μολονότι ο ίδιος ήταν επισήμως σατράπης, στην πραγματικότητα υπήρξε ανεξάρτητος δυνάστης της Καρίας. Αρχικά διατηρούσε φιλικές σχέσεις με τον… …
3Мавзол — (Μαύσωλος, Mausolus) династ Карии в 377 353 г. до Р. Хр., прежде персидский сатрап; сделал Карию независимой от персов, возвысил значение гор. Галикарнаса, вмешивался в дела Родоса и других о вов, возбуждая этим неудовольствие афинян. При дворе М …
4Μαυσώλοιο — Μαύσωλος tomb masc gen sg (epic) …
5Μαυσώλου — Μαύσωλος tomb masc gen sg …
6Μαυσώλων — Μαύσωλος tomb masc gen pl …
7Μαυσώλῳ — Μαύσωλος tomb masc dat sg …
8Μαύσωλε — Μαύσωλος tomb masc voc sg …
9Μαύσωλοι — Μαύσωλος tomb masc nom/voc pl …
10Μαύσωλον — Μαύσωλος tomb masc acc sg …