μαψίδιος
1μαψίδιος — μαψίδιος, ον και μαψίδιος, η, ον (Α) 1. μάταιος, ψευδής («τὸ δ ἐμὸν ὄνομα μαψίδιον... ἔχει φάτιν», Ευρ.) 2. ανωφελής, μηδαμινός, ασήμαντος. επίρρ... μαψιδίως ανόητα, απερίσκεπτα, άσκοπα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάψ (II) + κατάλ. ίδιος (πρβλ. λαθρ ίδιος)] …
2μαψίδιος — vain masc/fem nom sg …
3μαψιδίως — μαψίδιος vain adverbial μαψίδιος vain masc/fem acc pl (doric) …
4μαψίδιον — μαψίδιος vain masc/fem acc sg μαψίδιος vain neut nom/voc/acc sg …
5μαψιδίοιο — μαψίδιος vain masc/fem/neut gen sg (epic) …
6μαψιδίοις — μαψίδιος vain masc/fem/neut dat pl …
7μαψιδίων — μαψίδιος vain masc/fem/neut gen pl …
8μαψιδίῳ — μαψίδιος vain masc/fem/neut dat sg …
9μαψίδιοι — μαψίδιος vain masc/fem nom/voc pl …