μαχῆς

  • 61Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …

    Dictionary of Greek

  • 62Γκρο, Αντουάν-Ζαν — (Antoine Jean Gros, Παρίσι 1771 – Μπα Μεντόν, Σεν ε Ουάζ 1835).Γάλλος ζωγράφος. Μαθητής από το 1785 του Ζακ Λουί Νταβίντ, μελετούσε συγχρόνως τη βενετική, τη φλαμανδική και την ολλανδική ζωγραφική στο κατάστημα του ονομαστού παλαιοπώλη Λεμπρέν.… …

    Dictionary of Greek

  • 63Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …

    Dictionary of Greek

  • 64Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… …

    Dictionary of Greek

  • 65ιππικό — Στρατιωτικός όρος που αναφέρεται στην έφιππη στρατιωτική δύναμη. Ως μαχητικό όπλο το χρησιμοποίησαν για πρώτη φορά οι Ασσύριοι (9ος αι. π.Χ.) και οι Πέρσες, ενώ αργότερα αποτέλεσε τμήμα των ελληνικών και ρωμαϊκών στρατευμάτων. Στους Ρωμαίους όμως …

    Dictionary of Greek

  • 66Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …

    Dictionary of Greek

  • 67Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …

    Dictionary of Greek

  • 68Λουτίνια — (πολων. Lutynia, γερμ. Leuthen). Χωριό της νοτιοδυτικής Πολωνίας, στην επαρχία Μπρεσλάου. Η περιοχή αποτέλεσε το θέατρο μάχης μεταξύ του πρωσικού και του αυστριακού στρατού, την περίοδο του Επταετούς πολέμου. Στις 5 Δεκεμβρίου 1757, ο βασιλιάς… …

    Dictionary of Greek

  • 69Μαρινάτος, Σπυρίδων — (Ληξούρι 1901 – Ακρωτήρι Θήρας 1974). Αρχαιολόγος. Σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και το 1925 εκπόνησε τη διατριβή του Θαλασσογραφικαί παραστάσεις της κρητομυκηναϊκής τέχνης. Όταν ολοκλήρωσε τις μεταπτυχιακές σπουδές του… …

    Dictionary of Greek

  • 70Μεχμέτ — I Όνομα έξι σουλτάνων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Βλ. λ. Μωάμεθ ή Μεχμέτ. II Όνομα αξιωματούχων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. 1. Μ. Αλή πασάς (Γερμανία 1827 – 1878). Τούρκος στρατηγός, που καταγόταν από γαλλική οικογένεια καλβινιστών. Όταν το… …

    Dictionary of Greek