μαχῆς

  • 51στρατηγικός — ή, ό / στρατηγικός, ή, όν, ΝΜΑ [στρατηγός] 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει σε στρατηγό (α. «στρατηγικό σχέδιο» β. «στρατηγικά έργα», Ξεν.) 2. (για πρόσ.) αυτός που έχει την πείρα και την ικανότητα τού στρατηγού, ο έμπειρος και ικανός… …

    Dictionary of Greek

  • 52τάγμα — Το μεγαλύτερο τακτικό τμήμα του συντάγματος ή της ταξιαρχίας. Με την ονομασία αυτή χαρακτηρίζονταν τον 14o 15o αι. τα τμήματα του πεζικού ή του ιππικού, που ήταν διατεταγμένα κατά τετράγωνα και σε ορισμένη απόσταση μεταξύ τους. Η εξέλιξη της… …

    Dictionary of Greek

  • 53ταξιαρχία — Στρατιωτική μονάδα. Αποτελείται από μερικά τάγματα ή μοίρες ή συντάγματα και τμήματα από ειδικά στρατεύματα. Διακρίνεται σε τ. μηχανοκίνητου πεζικού, ιππικού, αρμάτων μάχης, πυραύλων, πυροβολικού, μηχανικού κλπ. Για πρώτη φορά ως στρατιωτική… …

    Dictionary of Greek

  • 54ταχυμάχης — ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) ο επιρρεπής σε διαμάχη, σε φιλονικία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + μάχης (< μάχη), πρβλ. εὐθυ μάχης] …

    Dictionary of Greek

  • 55τεθωρακισμένος — η, ο, Ν φρ. «τεθωρακισμένα οχήματα» ή απλώς «τεθωρακισμένα» στρ. εξοπλισμένα αυτοκινούμενα οχήματα μάχης που είναι καλυμμένα με θωράκιση (α. «ελαφρά τεθωρακισμένα» β. «τεθωρακισμένα οχήματα μεταφοράς προσωπικού» γ. «τεθωρακισμένα οχήματα μάχης»)· …

    Dictionary of Greek

  • 56φαλαγγομάχης — ὁ, Α (ποιητ. τ.) αυτός που μάχεται σε φάλαγγα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φάλαγξ, αγγος + μάχης (< μάχη), πρβλ. ὁπλο μάχης] …

    Dictionary of Greek

  • 57φιλόξενος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ποιητής διθυράμβων από τα Κύθηρα (435 – 380 ή 379). Όταν οι Αθηναίοι κυρίευσαν την πατρίδα του, μεταφέρθηκε στην Αθήνα αιχμάλωτος και έγινε αρχικά δούλος και έπειτα απελεύθερος του διθυραμβοποιού Μελανιππίδη.… …

    Dictionary of Greek

  • 58όπλο — Κάθε μέσο κατασκευασμένο για να χρησιμοποιηθεί για το κυνήγι, για τον πόλεμο ή για την προσωπική άμυνα. Στους πρωτόγονους πληθυσμούς, τα εργαλεία και τα ό. δεν διαφέρουν ουσιαστικά: τα αμύγδαλα, για παράδειγμα, μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και… …

    Dictionary of Greek

  • 59Άρβηλα — (Αrbela).Aρχαία ασσυριακή πόλη της Περσικής αυτοκρατορίας, στο σημερινό Ιράκ, ονομαστή για την περίφημη νίκη του Μεγάλου Αλεξάνδρου εναντίον του Δαρείου Γ’ (331 π.Χ.). Αφού κατέλαβε όλες τις μεσογειακές επαρχίες της αυτοκρατορίας των Αχαιμενιδών… …

    Dictionary of Greek

  • 60Βερνέ — (Vernet). Επώνυμο οικογένειας Γάλλων ζωγράφων. 1. Κλοντ Ζοζέφ Β. (Claude Joseph Vernet, Αβινιόν 1714 – 1789). Από τον πατέρα του, Αντουάν B., επίσης ζωγράφο, διδάχτηκε σε παιδική ηλικία το σχέδιο. Σε ηλικία 18 ετών πήγε στην Ιταλία όπου παρέμεινε …

    Dictionary of Greek