μαχῆς

  • 41μάχη — Σύγκρουση στρατιωτικών τμημάτων· αγώνας για την επίτευξη συγκεκριμένων τακτικών ή και στρατηγικών σκοπών. Οι μ. διακρίνονται σε αμυντικές, επιθετικές, εκ συναντήσεως, σε ανοιχτό πεδίο κ.ά. Αμυντική είναι η μ. όταν ο ένας από τους δύο… …

    Dictionary of Greek

  • 42μάχομαι — (ΑM μάχομαι) 1. διεξάγω ή συνάπτω μάχη, κάνω πόλεμο, πολεμώ 2. καταβάλλω έντονες προσπάθειες για να φέρω κάτι σε πέρας, πασχίζω να πετύχω κάτι, αγωνίζομαι με όλες μου τις δυνάμεις να πραγματοποιήσω τους σκοπούς μου, καταβάλλω μεγάλους κόπους ώστε …

    Dictionary of Greek

  • 43ναυμαχία — Μάχη μεταξύ πλοίων, θαλασσομαχία. Οι Ρωμαίοι ονόμαζαν ν. τη θεαματική αναπαράσταση μάχης, σε ειδική δεξαμενή, μεταξύ πλούσιων με δούλους ή καταδικασμένους σε θάνατο. Στην αρχαιότητα οι ν. γίνονταν με κύριο όπλο το έμβολο και οι πολεμιστές που… …

    Dictionary of Greek

  • 44ναυπηγείο — Κάθε συγκρότημα που κατασκευάζει, εξοπλίζει, επισκευάζει ή μετασκευάζει εμπορικά ή πολεμικά πλοία. Εκτός από τις κλίνες ή τις δεξαμενές, όπου κατασκευάζεται το σκάφος, το ν. περιλαμβάνει κυρίως ένα τεχνικό γραφείο που σχεδιάζει το πλοίο… …

    Dictionary of Greek

  • 45οπλομάχης — ὁπλομάχης, ὁ (Α) οπλομάχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὅπλον + μάχης (< μάχη), πρβλ. θηριο μάχης] …

    Dictionary of Greek

  • 46παραλλαγή — (Μουσ.). Η τροποποίηση (ρυθμική, αρμονική, μελωδική, αντιστικτική) ενός δεδομένου μουσικού θέματος. Από ιστορική άποψη, η π. ξεκινά από τα πρώτα χρόνια του χριστιανισμού. Το προς π. «θέμα» ήταν το λειτουργικό άσμα, που, πέρα από τις διάφορες… …

    Dictionary of Greek

  • 47πεδίο — Στη φυσική, ο χώρος (περιορσμένος ή απεριόριστος) που σε κάθε σημείο του ένα φυσικό μέγεθος έχει μια ορισμένη τιμή, που εξαρτάται γενικά από τη θέση του θεωρούμενου σημείου στον χώρο, ενδεχομένως και από τον χρόνο. Το φυσικό μέγεθος μπορεί να… …

    Dictionary of Greek

  • 48πεζομάχης — ὁ, Α αυτός που μάχεται πεζός, ο πεζομάχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεζός + μάχης (< μάχη), πρβλ. ευθυ μάχης] …

    Dictionary of Greek

  • 49πυρρίχιος — Λεγόταν και πυρρίχη. Σπαρτιατικός μιμητικός πολεμικός χορός, ίσως ένα είδος υπορχήματος. Εικάζεται πως η προέλευσή του ήταν δωρική και πως ήρθε από την Κρήτη. Ο π. ήταν ουσιαστικά χορευτική απομίμηση μάχης, και τη χόρευαν με τη συνοδεία αυλού ή… …

    Dictionary of Greek

  • 50ριγομάχης — και ῥιγόμαχος, ὁ, Α αυτός που μάχεται κατά τού ψύχους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥῖγος + μάχης / μαχος (< μάχομαι), πρβλ. τειχο μάχης, δορί μαχος] …

    Dictionary of Greek