μαχῆς
101άλσος — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 360 μ., 313 κάτ.), στην πρώην επαρχία Πατρών του νομού Αχαΐας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Συμπολιτείας. * * * το (Α ἄλσος) μικρή ή μεγάλη δασωμένη έκταση, τόπος κατάφυτος νεοελλ. μικρό ή τεχνητό δάσος, κήπος για… …
102άτακτος — και άταχτος, η, ο (AM ἄτακτος, ον) [τάσσω] 1. ακατάστατος, χωρίς τάξη 2. απειθάρχητος μσν. νεοελλ. 1. αναιδής, θρασύς 2. απρεπής νεοελλ. 1. ζωηρός, ανήσυχος 2. «άτακτα σώματα στρατού» ή ως ουσ. άτακτοι αυτοί που δεν ανήκουν στον τακτικό στρατό 3 …
103άφλαστο — Έτσι ονομαζόταν το πάνω άκρο της πρύμνης των αρχαίων καραβιών. Κατασκευασμένο από λεπτές σανίδες, καμπυλωμένες προς τα πάνω και προς το εσωτερικό του καραβιού, χρησίμευε για να προφυλάξει τον κυβερνήτη του από τις δυσμενείς καιρικές συνθήκες. Η… …
104ήττα — η (AM ἧττα, και παλαιότ. αττ. τ. ήσσα) 1. αποτυχία, καταστροφή στον πόλεμο, ατυχής έκβαση μάχης 2. ατυχής, αποτυχημένη έκβαση ενός αγώνα, μιας προσπάθειας ή μιας επιχείρησης («ήττα στις εκλογές») αρχ. 1. υποχώρηση σε κάτι, εξασθένηση τής… …
105αδικομαχία — ἀδικομαχία, η (Α) [αδικόμαχος] άδικος, ανέντιμος τρόπος μάχης· …
106αιχμαλωσία — η (Α αἰχμαλωσία) [αἰχμάλωτος] η σύλληψη κάποιου από τον εχθρό κατά τη διάρκεια μάχης ή πολέμου, αιχμαλωτισμός νεοελλ. η κατάσταση τού αιχμαλώτου αρχ. το σύνολο τών αιχμαλώτων, οι αιχμάλωτοι …
107ακροβολώ — (Α ἀκροβολῶ, έω) [ἀκροβόλος] νεοελλ. ρίχνω αραιούς και ακανόνιστους πυροβολισμούς πριν από την έναρξη τής μάχης, βολιδοσκοπώ 1. αρχ. ακοντίζω και γενικά ρίχνω από μακριά …
108αλαλάζω — (Α ἀλαλάζω) φωνάζω δυνατά και με ενθουσιασμό, κραυγάζω αρχ. 1. βγάζω πολεμική κραυγή κατά την έναρξη τής μάχης 2. φωνάζω από πόνο ή θλίψη 3. ηχώ δυνατά. Στην Π. και Κ. Διαθήκη δοξολογώ («ἀλαλάξατε τῷ Κυρίῳ πᾱσα ἡ γῆ») και κροτώ, κουρταλίζω… …
109αλαλάξιος — ἀλαλάξιος, ο (Α) [ἀλαλάζω] 1. επίθ. τού Άρη, προς τον οποίον αλάλαζαν κατά την έναρξη τής μάχης 2. επίθ. τού Δία …
110αλαλή — ἀλαλὴ και ἀλαλά, η (Α) 1. δυνατή κραυγή 2. πολεμική κραυγή 3. ιαχή τής μάχης και η ίδια η μάχη. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ουσιαστικό ἀλαλή, που είναι αττ. τ. τού αντίστοιχου δωρ. ἀλαλά, προήλθε από χρήση του επιφωνήματος ἀλαλὰ* ως ουσιαστικού] …