μαχῆς

  • 11Μουσείο, Αρχαιολογικό Ολυμπίας — Οι συστηματικές ανασκαφές στο ιερό της Ολυμπίας, τον προσφιλέστερο λατρευτικό χώρο της αρχαίας Ελλάδας, άρχισαν το 1875, από Γερμανούς αρχαιολόγους, και με ολιγόχρονες διακοπές συνεχίζονται μέχρι σήμερα. Τα πλούσια ευρήματα των ανασκαφών βρήκαν… …

    Dictionary of Greek

  • 12Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας …

    Dictionary of Greek

  • 13ακροβολισμός — Όρος της στρατιωτικής επιστήμης. Αναφέρεται στη δυνατότητα να χτυπήσει κάποιος μακριά ή και να χτυπηθεί από μακριά με όπλο σε στιγμές προπαρασκευής της μάχης. Εις α. στη στρατιωτική ορολογία είναι το παράγγελμα με το οποίο συντάσσονται οι ομάδες… …

    Dictionary of Greek

  • 14ευθυμάχης — εὐθυμάχης, δωρ. τ. εὐθυμάχας, ὁ (Α) αυτός που μάχεται, που αγωνίζεται φανερά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθύς + μάχης (< μάχομαι) πρβλ. α ταρβο μάχης, οπλο μάχης] …

    Dictionary of Greek

  • 15θηριομάχης — θηριομάχης, ὁ (Α) αυτός που παλεύει με θηρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + μάχης (< μάχη), πρβλ. πεζο μάχης, φαλαγγο μάχης] …

    Dictionary of Greek

  • 16κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …

    Dictionary of Greek

  • 17κεραυνομάχης — κεραυνομάχης, ου, δωρ. τ. κεραυνομάχας, ὁ (Α) αυτός που μάχεται με κεραυνούς, αυτός που έχει ως όπλο του τον κεραυνό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνός + μάχης (< μάχη), πρβλ. λεοντο μάχης, οπλο μάχης] …

    Dictionary of Greek

  • 18λιμνομάχης — λιμνομάχης, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) ο υποψήφιος κατά τους αγώνες που γίνονταν στο Λήναιον, δίπλα στην Ακρόπολη τών Αθηνών, στην περιοχή Λίμναι. [ΕΤΥΜΟΛ. < Λίμναι + μάχης (< μάχομαι), πρβλ. θηριο μάχης, μονο μάχης] …

    Dictionary of Greek

  • 19ναυμάχης — ναυμάχης, ὁ (Α) ναυμάχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς «πλοίο» + μάχης (< μάχομαι), πρβλ. θηριο μάχης, πεζο μάχης]· …

    Dictionary of Greek

  • 20οδοντομάχης — ὀδοντομάχης, ὁ (Μ) αυτός που μάχεται με τα δόντια («ὀδοντομάχαι ὕες», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδούς, ὀδόντος + μάχης (< μάχη), πρβλ. θηριο μάχης, κεραννο μάχης] …

    Dictionary of Greek