μαχη-τής

  • 81Αλεξανδρόπουλος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αγγελής. Αγωνιστής από τα Γαράτσα της Μεσσηνίας. Υπηρέτησε αρχικά υπό τις διαταγές του Μήτρου Πέτροβα. Πήρε μέρος σε πολεμικές επιχειρήσεις στην Καρύταινα, το Βαλτέτσι, την Τρίπολη, το Άργος, την Κόρινθο κ.α. 2.… …

    Dictionary of Greek

  • 82Βριένιοι — Γαλλικός ηγεμονικός οίκος, που ιδρύθηκε στα τέλη του 10ου αι. στην πόλη Μπριέν της Γαλλίας. Ο οίκος αυτός έχει συνδέσει το όνομά του με την Αθήνα, καθώς πολλοί εκπρόσωποί του υπήρξαν δούκες της στα χρόνια της φραγκοκρατίας. Οι σημαντικότεροι ήταν …

    Dictionary of Greek

  • 83ΕΔΕΣ — (Εθνικός Δημοκρατικός Ελληνικός Σύνδεσμος). Πολιτική και στρατιωτική αντιστασιακή οργάνωση, που έδρασε κατά την περίοδο της Κατοχής. Ιδρύθηκε στις 23 Σεπτεμβρίου 1941, αλλά ουσιαστικά η ίδρυσή της πρέπει να τοποθετηθεί στις 15 Οκτωβρίου του ίδιου …

    Dictionary of Greek

  • 84Κρακοβία — (Krakόw). Πόλη (740.737 κάτ. το 2001) της νότιας Πολωνίας, πρωτεύουσα του βοϊβοδάτου (διοικητική περιφέρεια) Μαλοπόλσκι (15.144 τ. χλμ., 3.226.611 κάτ. το 2000). Είναι χτισμένη στους πρόποδες των Καρπαθίων και κατά μήκος του Βιστούλα, σε υψόμετρο …

    Dictionary of Greek

  • 85Ορντόνιο — Όνομα βασιλιάδων της Αστρουρίας και της Λεώνης στην Ισπανία. 1. Ο. Α’. Βασιλιάς της Αστουρίας (9ος αι.). Γιος του Ραμΐρου A’, διαδέχτηκε τον πατέρα του στον θρόνο το 850. Το σημαντικότερο γεγονός της βασιλείας του είναι η μάχη της Ριόχα κατά την… …

    Dictionary of Greek

  • 86εικονογραφία — Η τυπική απεικόνιση στα έργα τέχνης ιστορικών, μυθολογικών και θρησκευτικών προσώπων και θεμάτων με τα διακριτικά τους σύμβολα ή γνωρίσματα, όπως έχουν καθοριστεί από την παράδοση και το δόγμα. Για παράδειγμα, ένας αετός ή ένας επιβλητικός ώριμος …

    Dictionary of Greek

  • 87Αρόλδος — I (Harold). Εξελληνισμένο όνομα δύο βασιλιάδων της Αγγλίας. 1. Α. Α’ o Λαγοπόδαρος (Harold Harefοot, ; – 1040). Βασιλιάς της Αγγλίας (1037 40). Γιος του Κανούτου του Μεγάλου, τον οποίο διαδέχτηκε στη βασιλεία της Αγγλίας. 2. Α. Β’ (1022 – 1066).… …

    Dictionary of Greek

  • 88Βάρνα — Πόλη (314.539 κάτ. το 2001) της ΒΑ Βουλγαρίας, πρωτεύουσα του ομώνυμου διοικητικού διαμερίσματος (11.920 τ. χλμ., 887.222 κάτ. το 2001), το οποίο περιλαμβάνει τις ανατολικότερες διακλαδώσεις του Ντελί Ορμάν (Λούντα Γκόρα) και του Αίμου (Στάρα… …

    Dictionary of Greek

  • 89Πελαγονία — Όνομα στην αρχαιότητα περιοχής στον Άνω Αξιό της δυτικής Μακεδονίας. Το όνομα αυτό οφείλεται στον Πελαγόνα, τον γιο του Αξιού. Η Π. προσαρτήθηκε στη Μακεδονία από τον Φίλιππο B’ στην κυριαρχία του οποίου παρέμεινε μέχρι τη ρωμαϊκή εισβολή. Π.,… …

    Dictionary of Greek

  • 90Πετροπουλάκης — Επώνυμο οικογένειας πολιτικών και στρατιωτικών, που καταγόταν από τον Κεφαλά της δυτικής Μάνης. Τον 18o αι. η οικογένεια εμφανίζεται στην Παναγίτσα Μελευρίου, όπου είχε οχυρωμένο πύργο. Μετά τον απαγχονισμό του Μιχαήλ Π. στην Τρίπολη από τους… …

    Dictionary of Greek