μαχητής
1μαχητής — fighter masc nom sg …
2μαχητής — ο, θηλ. μαχήτρια (ΑM μαχητής, Α αιολ.τ. μαχαίτας, δωρ. τ. μαχατάς, λακων. τ. μαχατάρ και, κατά τον Ησύχ., μαχάταρ, Μ θηλ. μαχητίς, ίδος ή μαχῆτις ιδος) 1. αυτός που μάχεται με ανδρεία, ο θαρραλέος ή ορμητικός πολεμιστής («Τυδεύς τοι μικρὸς μὲν… …
3μαχητής — ο θηλ. ήτρια αυτός που συμμετέχει σε μάχη, σε πολεμική σύγκρουση, ο πολεμιστής, ο αγωνιστής: Οι μαχητές θυσιάστηκαν για την πατρίδα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4φιλόμαχος ή μαχητής — Γένος πτηνών της οικογένειας των σκολοπακιδών, της τάξης των χαραδριομόρφων. Πρόκειται για αποδημητικά πουλιά, που τον χειμώνα ζουν στην Αφρική και το καλοκαίρι μεταναστεύουν στις εύκρατες χώρες της Ευρώπης και της Ασίας, όπου και αναπαράγονται.… …
5μαχηταῖς — μαχητής fighter masc dat pl μαχητός to be fought with fem dat pl …
6μαχηταί — μαχητής fighter masc nom/voc pl μαχητός to be fought with fem nom/voc pl …
7μαχητοῦ — μαχητής fighter masc gen sg μαχητός to be fought with masc/neut gen sg …
8μαχητῇ — μαχητής fighter masc dat sg (attic epic ionic) μαχητός to be fought with fem dat sg (attic epic ionic) …
9μαχητήν — μαχητής fighter masc acc sg (attic epic ionic) μαχητός to be fought with fem acc sg (attic epic ionic) …
10μαχητῶν — μαχητής fighter masc gen pl μαχητός to be fought with fem gen pl μαχητός to be fought with masc/neut gen pl …