μαχεῖται
1μαχεῖται — μάχομαι fight fut ind mid 3rd sg (attic epic ionic) μάχομαι fight pres ind mp 3rd sg (attic epic ionic) μαχάω wish to fight pres ind mp 3rd sg (attic epic ionic) συμμαχέω to be an ally pres ind mp 3rd sg (attic epic) …
2νικητικός — νικητικός, ή, όν (ΑΜ) [νικητής] αυτός που μπορεί να νικήσει ή αυτός που οδηγεί σε νίκη, ο νικηφόρος («ἐνεργῶς δέ, ἂν τὴν παρασκευὴν ὁρᾷ νικητικὴν οὖσαν, μαχεῑται», Ξεν.) μσν. αυτός που εξυμνεί κάποια νίκη αρχ. 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ νικητικόν η… …