μαχαιρίδιον
1μαχαιρίδιον — neut nom/voc/acc sg …
2μαχαιριδίοις — μαχαιρίδιον neut dat pl …
3μαχαιριδίων — μαχαιρίδιον neut gen pl …
4μαχαιριδίῳ — μαχαιρίδιον neut dat sg …
5μαχαιρίδια — μαχαιρίδιον neut nom/voc/acc pl …
6μαχαιρίδιο — το (ΑM μαχαιρίδιον) [μάχαιρα] μικρό μαχαίρι, μαχαιράκι («μύρον καὶ μαχαιρίδιον θυτικόν», Ευστ.) νεοελλ. 1. ο σουγιάς 2. μικρό χειρουργικό μαχαίρι, νυστέρι 3. φρ. «μαχαιρίδιο ηλεκτρικό» χειρουργικό όργανο με το οποίο προκαλείται τομή ή πήξη τών… …