μαυρίκιος

  • 31συναξάρι — Εκκλησιαστικό βιβλίο που περιέχει σύντομες ή εκτενέστερες διηγήσεις σχετικά με τη ζωή και τα μαρτύρια των διάφορων άγιων. Τα κείμενα αυτά έχουν διαταχθεί κατά την εορτολογική τους σειρά και διαβάζονται στις λειτουργικές συνάξεις. Αυτά… …

    Dictionary of Greek

  • 32Αλαμούνδαρος — Όνομα Σαρακηνών ηγεμόνων. 1. Α. Α’ (5ος αι. μ.Χ.). Αρχηγός των Σαρακηνών της Περσίας και ένας από τους πιο επικίνδυνους πολέμιους του Βυζαντίου την περίοδο της βασιλείας του Θεοδοσίου Β’. Σε φονικότατη μάχη με τους Βυζαντινούς αναγκάστηκε να… …

    Dictionary of Greek

  • 33Αναστάσιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Α. ο μάρτυς. Η μνήμη του τιμάται στις 25 Οκτωβρίου. 2. Επίσκοπος Ιεροσολύμων. Η μνήμη του τιμάται στις 10 Φεβρουαρίου. 3. Α. ο ιερομάρτυς. Διετέλεσεεπίσκοπος Αντιοχείας και ασκήτεψε στο Σινά. Πέθανε …

    Dictionary of Greek

  • 34Βέτιν — (Wettin). Γερμανική ηγεμονική οικογένεια που, κατά την παράδοση, καταγόταν από τοΒίτεκιντ. Ο Κονράδος ο Μέγας (πέθανε το 1156), κόμης του Βέτιν (τοποθεσία κοντά στη Χάλε), έλαβε από τον αυτοκράτορα Λοθάριο B’ το μαργραβάτο του Μάισεν (σημερινή… …

    Dictionary of Greek

  • 35Βλαχέρνες — Όνομα ιδιαίτερα συνηθισμένο και δημοφιλές στους Βυζαντινούς. Χρησιμοποιήθηκε κυρίως ως επώνυμο της Παναγίας και παρετυμολογείται πιθανώς από τη φράση βάλε χέρι, που αναφέρεται στην προστασία της Παναγίας. Οι Βυζαντινοί χρονογράφοι μνημονεύουν… …

    Dictionary of Greek

  • 36Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …

    Dictionary of Greek

  • 37Δάρας — I Φρούριο στα ανατολικά σύνορα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Είναι κτίριο των αρχών του 6ου αι., και η δημιουργία του οφείλεται στον αυτοκράτορα Αναστάσιο. Επί αυτοκρατορίας του Ιουστινιανού Β’ το κυρίευσαν οι Πέρσες, αλλά επανήλθε στην κυριαρχία …

    Dictionary of Greek

  • 38Εστερχάζι — (Esterhάzy). Επώνυμο μιας από τις αρχαιότερες οικογένειες της Ουγγαρίας, που υποστηρίζεται ότι καταγόταν από τον Παύλο Εστόρα, απόγονο του Αττίλα. Η οικογένεια Έ. διαιρέθηκε σε διάφορους κλάδους, τους Γκάλανθα, Φράκνο, Τσέσνεκ και Ζόλιομ. Οι… …

    Dictionary of Greek

  • 39Κομεντίολος — (; – 601 μ.Χ.). Βυζαντινός στρατηγός. Χρημάτισε αρχηγός της σωματοφυλακής του αυτοκράτορα του Βυζαντίου, Μαυρίκιου. Το 584 εστάλη ως αρχιστράτηγος εναντίον των Σκλαβηνών, που είχαν εισβάλει στη Θράκη. Αν και αρχικά τους νίκησε δύο φορές, τελικά… …

    Dictionary of Greek

  • 40Μασκαρένιας, νησιά — (πορτογαλ. Ilhas Mascarenhas, αγγλ. Mascarene Islands, γαλλ. Iles Mascareignes). Συστάδα νησιών στο νοτιοδυτικό τμήμα του Ινδικού ωκεανού. Βρίσκεται Α της Μαδαγασκάρης και περιλαμβάνει το νησί Ρεϊνιόν (Reunion), υπερπόντιο νομό της Γαλλίας, το… …

    Dictionary of Greek