ματαιο-πόνος

  • 1ψυχόπονος — η, ο, Ν εύσπλαγχνος, πονόψυχος, πονετικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + πονος (< πόνος), πρβλ. ματαιό πονος] …

    Dictionary of Greek

  • 2μελεόπονος — μελεόπονος, ον (Α) 1. αυτός που έχει κάνει άχρηστα έργα ή ελεεινές πράξεις 2. συνεκδ. δυστυχισμένος, άθλιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλεος «άθλιος, δυστυχής» + πόνος (πρβλ. ματαιό πονος)] …

    Dictionary of Greek

  • 3μελισσοπόνος — μελισσοπόνος, ον (Α) μελισσοκόμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλισσα + πόνος «μόχθος, κόπος» (πρβλ. ματαιο πόνος)] …

    Dictionary of Greek

  • 4κενοπονώ — κενοπονῶ, έω (Α) κοπιάζω μάταια, ματαιοπονώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο) * + πονῶ (< πόνος < πόνος), πρβλ. ματαιο πονώ, φιλο πονώ] …

    Dictionary of Greek

  • 5κοιλιοπονώ — κοιλιοπονῶ, έω (Μ) (για επίτοκη γυναίκα) έχω ωδίνες τοκετού, κοιλοπονώ κατά τον τοκετό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλία + πονῶ (< πόνος), πρβλ. ματαιο πονώ, οφθαλμο πονώ] …

    Dictionary of Greek

  • 6μακροπονία — μακροπονία, ἡ (Α) μεγάλος και συνεχής κόπος, διαρκής φιλοπονία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + πονία (< πόνος), πρβλ. ματαιο πονία] …

    Dictionary of Greek

  • 7Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …

    Dictionary of Greek

  • 8Μισέ, Αλφρέ ντε- — (Alfred de Musset, Παρίσι 1810 – 1857). Γάλλος ποιητής και συγγραφέας. Στα δεκαοκτώ του χρόνια έγινε δεκτός στον κύκλο των ρομαντικών του Σαλ Νοντιέ, ο οποίος συγκέντρωνε γύρω του τον Ουγκό, τον ντε Βινί, τον Σεντ Μπεβ και άλλους. Από την πρώτη… …

    Dictionary of Greek