μαστίγωσις
1μαστίγωσις — whipping fem nom sg …
2μαστιγώσει — μαστίγωσις whipping fem nom/voc/acc dual (attic epic) μαστιγώσεϊ , μαστίγωσις whipping fem dat sg (epic) μαστίγωσις whipping fem dat sg (attic ionic) μαστῑγώσει , μαστιγόω whip aor subj act 3rd sg (epic) μαστῑγώσει , μαστιγόω whip fut ind mid… …
3μαστιγώσεις — μαστίγωσις whipping fem nom/voc pl (attic epic) μαστίγωσις whipping fem nom/acc pl (attic) μαστῑγώσεις , μαστιγόω whip aor subj act 2nd sg (epic) μαστῑγώσεις , μαστιγόω whip fut ind act 2nd sg …
4μαστιγώσεσιν — μαστίγωσις whipping fem dat pl …
5μαστίγωσιν — μαστίγωσις whipping fem acc sg …
6μαστίγωση — η (Α μαστίγωσις, εως) [μαστιγώνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μαστιγώνω, δαρμός, χτύπημα με μαστίγιο, μαστίγωμα 2. είδος ποινής σε διάφορες εποχές 3. είδος ιεροτελεστίας κατά την αρχαιότητα …
7μαστιγώσεων — μαστιγώσεω̆ν , μαστίγωσις whipping fem gen pl …
8μαστιγώσεως — μαστιγώσεω̆ς , μαστίγωσις whipping fem gen sg (attic) …
9μαστιγώσῃ — μαστιγώσηι , μαστίγωσις whipping fem dat sg (epic) μαστῑγώσῃ , μαστιγόω whip aor subj mid 2nd sg μαστῑγώσῃ , μαστιγόω whip aor subj act 3rd sg μαστῑγώσῃ , μαστιγόω whip fut ind mid 2nd sg …