μαστάριον
1μαστάριον — μαστάριον, τὸ (Α) (υποκορ. τού μαστός) βλ. μαστάρι …
2μαστάριον — cover neut nom/voc/acc sg …
3μασταρίων — μαστάριον cover neut gen pl …
4μαστάρια — μαστάριον cover neut nom/voc/acc pl …
5μαστάρι — το (Α μαστάριον, Μ μαστάρι και μαστάριν και μουστάρι και μαστάρ ) [μαστός] νεοελλ. 1. ο μαστός τών γαλακτοφόρων ζώων 2. ειρων. μεγάλος γυναικείος μαστός μσν. αρχ. ο μαστός («τὰ μαστάρια τοῑς δικασταῑς ἀπέδειξας», Αλκίφρ.) αρχ. 1. μικρός μαστός 2 …