μαστός
1μαστός — b masc nom sg …
2μαστός — Αδενικό όργανο, το οποίο στον άντρα είναι υπολειμματικό και μη λειτουργικό, στη γυναίκα όμως αναπτύσσεται πλήρως και αποτελεί το όργανο του θηλασμού. Οι μ. υπάγονται στα όργανα της αναπαραγωγής· το αδενικό τους στοιχείο είναι ορμονοεξαρτώμενο και …
3μαστός — ο οι ειδικοί αδένες της γυναίκας και των άλλων θηλαστικών ζώων που εκκρίνουν το γάλα, το βυζί …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4θα(υ)μαστός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που προκαλεί θαυμασμό, ο άξιος θαυμασμού: Θαυμαστά τα έργα του Κυρίου. – Θαυμαστή ικανότητα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5μαζοῖν — μαστός b masc gen/dat dual (epic ionic) …
6μαζοῖο — μαστός b masc gen sg (epic ionic) …
7μαζοῖς — μαστός b masc dat pl (epic ionic) …
8μαζοῖσι — μαστός b masc dat pl (epic ionic aeolic) …
9μαζοῖσιν — μαστός b masc dat pl (epic ionic aeolic) …
10μαζοί — μαστός b masc nom/voc pl (epic ionic) …