μαστός

  • 91μαστόδετον — μαστόδετον, τὸ (Α) ο στηθόδεσμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαστός + δετόν (< δέω)] …

    Dictionary of Greek

  • 92μαστώδης — ες (Α μαστώδης, ῶδες) [μαστός] αυτός που μοιάζει με μαστό κατά το σχήμα, μαστοειδής νεοελλ. αυτός που έχει μεγάλους ή πολλούς μαστούς …

    Dictionary of Greek

  • 93ματεύω — και ματῶ, έω, αιολ. τ. μάτημι (Α) 1. μαστεύω, αναζητώ, ανιχνεύω, ψάχνω («ματεύει δ ὧν ἀνευρήσει φόνον», Αισχύλ.) 2. επιζητώ να πράξω κάτι, αγωνίζομαι να κάνω κάτι («μὴ ματεύσῃ θεὸς γενέσθαι», Πίνδ.) 3. ερευνώ, εξετάζω («εἰ δ ἄρα μὴ κνώσσων τὺ τὰ… …

    Dictionary of Greek

  • 94μεταμάζιος — μεταμάζιος, ον (Α) 1. αυτός που βρίσκεται μεταξύ τών μαστών 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μεταμάζιον το μεταξύ τών μαστών μέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + μάζιος (< μαζός «μαστός»), πρβλ. επι μάζιος, υπο μάζιος] …

    Dictionary of Greek

  • 95μονόμαζος — μονόμαζος, ον (Μ) (για αμαζόνα) αυτή που έχει έναν μόνο μαστό, μονοβύζα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + μαζός «μαστός» (πρβλ. δεκά μαζος)] …

    Dictionary of Greek

  • 96μύτη — (Ανατ.). Στον άνθρωπο η μ. παρουσιάζεται σαν μια πυραμιδοειδής προεξοχή στο κέντρο περίπου του προσώπου. Αποτελεί σημαντικό αισθητικό, φυσιογνωμικό και φυλετικό στοιχείο, αλλά και τη φυσική προστασία των πρώτων αεροφόρων οδών και το όργανο της… …

    Dictionary of Greek

  • 97ορθομάστιος — ὀρθομάστιος, ον (Α) φρ. «ὀρθομάστια μῆλα» είδος μεγάλων μήλων που είχαν σχήμα όρθιων μαστών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + μάστιος (< μαστός)] …

    Dictionary of Greek

  • 98ουθατόεις — οὐθατόεις, εσσα, εν (Α) 1. ουθάτιος* 2. μτφ. γόνιμος, παραγωγικός, καρποφόρος («χθόνα πάντων τροφὸν οὐθατόεσσαν», Ορφ.)· [ΕΤΥΜΟΛ. < οὖθαρ, ατος «μαστός» + κατάλ. όεις*] …

    Dictionary of Greek

  • 99πολυμαστία — η, Ν ιατρ. διαμαρτία διαπλάσεως που συνίσταται στην εμφάνιση υπεράριθμων μαστών στο στήθος και σπανιότερα στην πλάγια κοιλιακή ή στη βουβωνική χώρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. polymastia < πολυ * + μαστός] …

    Dictionary of Greek

  • 100ποτιμάστιος — ον, Α (επικ. τ.) αυτός που βρίσκεται πάνω στον μαστό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί*, τ. ισοδύναμος τού πρός + μαστός (πρβλ. επι μάστιος)] …

    Dictionary of Greek