μαστός

  • 51Мастодонты — ? † Мастодонты Мастодонты (реконструкция) …

    Википедия

  • 52Гинекомастия — МКБ 10 N …

    Википедия

  • 53Мастит — МКБ 10 N61.61. МКБ 9 611.0611.0 DiseasesDB …

    Википедия

  • 54Мастопатия — МКБ 10 N …

    Википедия

  • 55Mammutidae — Temporal range: 28.4–0 Ma …

    Wikipedia

  • 56masto- — (Del gr. μαστός). elem. compos. Significa mama , teta . Mastología, mastodonte. * * * VER mast …

    Enciclopedia Universal

  • 57άμαστος — (I) η, ο (Α ἄμαστος, ον) [μαστός] αυτός που δεν έχει μαστούς. (II) η, ο αυτός που δεν μαζεύτηκε, ο αμάζευτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + μάζω «μαζεύω», αόρ. έμασα] …

    Dictionary of Greek

  • 58άσκωμα — ἄσκωμα, το (Α) 1. δερμάτινη επένδυση, παρεμβολή που τοποθετείται στον σκαρμό για εύκολη κίνηση των κουπιών 2. φουσκωμένο ασκί 3. φυσερό 4. ο μαστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ασκός (πρβλ. αέτωμα < αετός, ύβωμα < ύβος κ.ά.] …

    Dictionary of Greek

  • 59αγούμαστος — ο 1. είδος σταφυλιού με μεγάλες και μακρουλές ρώγες 2. το κλήμα που παράγει τέτοια σταφύλια 3. διάφορα είδη εκλεκτών σταφυλιών (λευκά, μαύρα, κόκκινα κ.λπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μτγν. βούμαστος < βοῦς + μαστός η μεταβολή τού βου σε γου πιθ. από… …

    Dictionary of Greek

  • 60αμαζόνα — η (Α ως κύριο όνομα Ἀμαζών) η μυθική Αμαζών (βλ. Αμαζόνες) νεοελλ. 1. γυναίκα που ασκείται στην ιππασία και ιππεύει με μεγάλη επιδεξιότητα 2. εύσωμη, σφριγηλή και αθλητική γυναίκα 3. γενναία, πολεμοχαρής γυναίκα, αντρογυναίκα αρχ. 1. ως επίθ. τής …

    Dictionary of Greek