μαστός
21μαστοί — μαστός b masc nom/voc pl …
22μαστοῦ — μαστός b masc gen sg …
23μαστούς — μαστός b masc acc pl …
24μαστόν — μαστός b masc acc sg …
25μαστάρι — το (Α μαστάριον, Μ μαστάρι και μαστάριν και μουστάρι και μαστάρ ) [μαστός] νεοελλ. 1. ο μαστός τών γαλακτοφόρων ζώων 2. ειρων. μεγάλος γυναικείος μαστός μσν. αρχ. ο μαστός («τὰ μαστάρια τοῑς δικασταῑς ἀπέδειξας», Αλκίφρ.) αρχ. 1. μικρός μαστός 2 …
26ούθαρ — οὖθαρ, ατος, τὸ, πληθ. οὔθατα και οὔθαρα (Α) 1. μαστός ζώου («γάλακτος οὔθατα πιδῶσιν», Θεόκρ.) 2. το στήθος τών γυναικών μαζί με τους μαστούς («πῶς ἄτρωτον οὖθαρ ἦν ὑπὸ στύγους;», Αισχύλ.) 3. φρ. «οὖθαρ ἀρούρης» μτφ. γονιμότατη, πλουσιότατη γη 4 …
27μάμμη — η (AM μάμμη και μάμμα, Α και μαμμία, Μ και μάμμου) η γιαγιά μσν. η μαμμή μσν. αρχ. η μητέρα αρχ. ο μαστός τής μητέρας. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τής παιδικής γλώσσας. Η ονομ. μάμμη προήλθε πιθ. από την κλητ. μάμμα (που ανάγεται σε IE *ma , ηχομίμηση για την… …
28μεγαλόμαστος — η, ο (Μ μαγαλόμασθος, ον) αυτός που έχει μεγάλους μαστούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + μαστός (πρβλ. φιλό μαστος). Ο τ. μεγαλόμασθος (με σθ αντί στ) κατά το φαινόμενο τού υπεραστισμού] …
29μικρόμαστος — και μικρόμασθος, ον (Μ) αυτός που έχει μικρούς μαστούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + μαστός (πρβλ. μεγαλό μαστος)] …
30τιτθός — ὁ, Α 1. ο γυναικείος μαστός, καθώς και η θηλή του («ἡ γυνὴ ἀπῄει κάτω καθευδήσουσα ὡς τὸ παιδίον, ἵνα τὸν τιτθὸν αὐτῷ διδῷ καὶ μὴ βοᾷ», Λυσ.) 2. (σπάν.) ο ανδρικός μαστός 3. άτομο που έχει αναλάβει την ανατροφή κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ.… …