μαστός

  • 121υπουθάτιος — ία, ον, Α ὑπομάζιος*. αυτός που θηλάζει ακόμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + οὐθάτιος «αυτός που αναφέρεται στον μαστό» (< οὖθαρ, ατος «μαστός»)] …

    Dictionary of Greek

  • 122υπουθατίας — ὁ, Α ὑπουθάτιος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + οὖθαρ, ατος «μαστός» + κατάλ. ίας (πρβλ. ἐξωμ ίας)] …

    Dictionary of Greek

  • 123υπόμαζοι — οἱ, Α τα τμήματα τού σώματος που βρίσκονται κάτω από τους μαστούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + μαζός, ιων. τ. τού μαστός] …

    Dictionary of Greek

  • 124υπότιτθος — ον, ΜΑ ὑποτίτθιος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + τιτθός «μικρός μαστός» (πρβλ. ἀπό τιτθος)] …

    Dictionary of Greek

  • 125φλοιός — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται το εξωτερικό περίβλημα του κορμού ή των κλαδιών του δέντρου, το περίβλημα των καρπών, το εξωτερικό στρώμα της γήινης σφαίρας, η φαιά ουσία που περιβάλλει τα ημισφαίρια του εγκεφάλου, η εξωτερική στιβάδα των… …

    Dictionary of Greek

  • 126ινοκυστικές αλλαγές του μαστού — Καλοήθης κατάσταση του γυναικείου μαστού, που χαρακτηρίζεται από υπερπλασία του συνδετικού ιστού ή και του αδενικού επιθηλίου, σχηματισμό κυστών κλπ. Σύγχρονα έγκυρα συγγράμματα αναφέρονται στην κατάσταση αυτή ως ι. α. του μ., ενώ άλλα υιοθετούν… …

    Dictionary of Greek

  • 127ՍՏԻՆ — (ստեան, ի ստենէ. ՍՏԻՆՔ ստեանց, եամբք.) NBH 2 0746 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 8c, 10c, 12c գ. μαστός uber, mamma, mamilla. սանս. սթանա. (Արմատն է Շիթ, կաթն. թ. սիւտ. լծ. եւ ծուծ. ծիծ. որ եւ տիտ.) Կաթնաբեր մասունք… …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • 128βυζί — το 1. ο μαστός του ανθρώπου και των θηλαστικών ζώων: Ήπιε πολύ γάλα από το βυζί της μάνας του. 2. ο θηλασμός, το βύζαγμα: Το μωρό γυρεύει συνέχεια βυζί. 3. μτφ., πηγή ωφελημάτων: Βρήκε βυζί και βυζαίνει. 4. μτφ., ό,τι μοιάζει με μαστό: Τα βυζιά… …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)